μάρμαρο,
το, ουσ. [<αρχ. μάρμαρον
<μάρμαρος, ὁ], το μάρμαρο. 1. άντρας, ιδίως γυναίκα, που είναι ψυχρή
στον έρωτα: «τι να πάω να κάνω μαζί της, απ’ τη στιγμή που είναι σκέτο
μάρμαρο!». 2. (με κατηγορηματική χρήση) στητό, σκληρό, δυνατό: «έχει
πολύ γυμνασμένο κορμί, που είναι σκέτο μάρμαρο || έχει ένα στήθος μάρμαρο»·
-
άλλος πληρώνει το μάρμαρο, βλ. φρ. πληρώνω το μάρμαρο·
-
έχει καρδιά (από) μάρμαρο ή η καρδιά του είναι από μάρμαρο, βλ. λ. καρδιά·
-
μένω μάρμαρο, α. μένω ακίνητος από μεγάλη έκπληξη, μένω άναυδος,
απολιθώνομαι από κάποιο έντονο συναίσθημα: «τον είδα τη στιγμή που έβαζε χέρι
στο ταμείο κι έμεινα μάρμαρο, γιατί δεν το περίμενα απ’ αυτόν τον άνθρωπο ||
έμεινα μάρμαρο μόλις τράβηξε ο άλλος το πιστόλι του!». Από την εικόνα του
μαρμάρινου αγάλματος. β. κρατώ περήφανη στάση: «έκανε ένα σωρό
προσπάθειες να με θίξει, αλλά έμεινα μάρμαρο μέχρι το τέλος». Από την εικόνα
του μαρμάρινου αγάλματος· βλ. και φρ. μένω άγαλμα, λ. άγαλμα·
-
πληρώνω το μάρμαρο, α. πληρώνω τη ζημιά χωρίς να είμαι ο
υπαίτιος, πληρώνω κοροϊδίστικα: «έφαγαν, ήπιαν, χόρεψαν, δεν είχαν στο τέλος να
πληρώσουν κι επειδή ήταν κι ο αδερφός μου σ’ αυτή τη συντροφιά, πάω τώρα να
πληρώσω το μάρμαρο». β. υφίσταμαι τις συνέπειες των πράξεων κάποιου ή
κάποιων άλλων, χωρίς να έχω καμιά ανάμειξη: «δε θα πληρώνω το μάρμαρο για τις
δικές σου λοβιτούρες». Από το ότι, όταν κάποιο άτομο σπάσει κάποιο μάρμαρο σε
ένα σπίτι, τις πιο πολλές φορές, από ευγένεια, το πληρώνει ο ιδιοκτήτης. Συνών.
πληρώνω τα γαμησιάτικα / πληρώνω τα κερατιάτικα / πληρώνω τα σπασμένα /
πληρώνω τη νύφη·
-
ποιος φταίει για το μάρμαρο, ποιος είναι ο υπαίτιος κάποιας ζημιάς ή
κάποιας παράνομης πράξης: «η προκαταρκτική εξέταση που διέταξε ο ανακριτής, θα
δείξει ποιος φταίει για το μάρμαρο»·
-
στήθος μάρμαρο! βλ. λ. στήθος·
-
τον αφήνω μάρμαρο, τον αφήνω άναυδο, κατάπληκτο, τον ακινητοποιώ από την
μεγάλη έκπληξη, από το έντονο συναίσθημα που του προξενώ: «μόλις του ’δειξα το
λαχείο που κέρδιζε τον πρώτο αριθμό, τον άφησα μάρμαρο || μας έκανε τον νταή,
αλλά μόλις τράβηξα το μαχαίρι μου, τον άφησα μάρμαρο»· βλ. και φρ. τον αφήνω
άγαλμα, λ. άγαλμα.