μαρμάγκα,
η, ουσ. [<αλβ. merimage],
είδος φαρμακερής αράχνης·
-
το ’φαγε η μαρμάγκα, (για πράγματα ή μηχανήματα) χάθηκε ή καταστράφηκε:
«άφησα για λίγο στο τραπέζι το δεματάκι που κρατούσα, και μέχρι να γυρίσω να το
πάρω, το ’φαγε η μαρμάγκα || του ’δωσα τ’ αυτοκίνητό μου να κάνει μια βόλτα,
και το ’φαγε η μαρμάγκα, γιατί πήγε και το ’ριξε σ’ ένα χαντάκι»·
-
τον έφαγε η μαρμάγκα, α. έπεσε στην παγίδα, παγιδεύτηκε: «έχω δει
πολλούς που έκαναν τον έξυπνο, αλλά στο τέλος τους έφαγε μαρμάγκα». β. έπαθε
μεγάλο κακό, μεγάλη συμφορά: «έμπλεξε με την αλητεία και τον έφαγε η μαρμάγκα».
(Λαϊκό τραγούδι: και οι δύο σ’ αφασία, μα εκείνη σημασία που τους έφαγε η
μαρμάγκα και με άλλον άντρα έκανε χαρτί). γ. πέθανε ή
εξαφανίστηκε κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες: «είναι καιρός τώρα που τον έφαγε η
μαρμάγκα».