ανακοινωθέν,
το, ουσ. [ουδ.
μτχ. παθ. αορ. του ρ. ανακοινώ], το ανακοινωθέν·
- βγάζω
ανακοινωθέν, διαδίδω, κοινολογώ, ιδίως μυστικό ή κακή ιδιότητα κάποιου:
«μόλις μάθει κάτι κακό για κάποιον, αμέσως βγάζει ανακοινωθέν». Από την επίσημη
γνωστοποίηση μιας είδησης από δημόσια ή στρατιωτική αρχή.