Αβραάμ,
ο, κύρ. όν.
[<μτγν. εβρ. Abraham (= πατέρας πολλών εθνών)], ο
Αβραάμ·
- απ’
τον καιρό του Αβραάμ, βλ. λ. καιρός·
- οι
κόλποι του Αβραάμ, ο
Παράδεισος: «πέθανε και πήγε στους κόλπους του Αβραάμ, γιατί ήταν ενάρετος
άνθρωπος». Είναι και φορές που η φρ. κλείνει με το του Ισαάκ και του Ιακώβ·
- τα
χρόνια του Αβραάμ και τ’ αγαθά του Ισαάκ ή τα χρόνια του Αβραάμ και τα
καλά του Ισαάκ, ευχή για μακροημέρευση και πλούσια ζωή: «σου εύχομαι τα
χρόνια του Αβραάμ και τ’ αγαθά του Ισαάκ»·
- του
Αβραάμ και του Ισαάκ τ’ αγαθά ή του Αβραάμ και του Ισαάκ τα καλά, ευχή
για ευτυχία και πλούτο: «σου εύχομαι από καρδιάς του Αβραάμ και του Ισαάκ τ’
αγαθά». Από την ευχή που δίνεται στο ζευγάρι κατά το μυστήριο του γάμου.