μάρκα,
η, ουσ. [<ιταλ. marca <γοτθ.
marka (= σύνορο)]. 1. σήμα κατατεθέν, που τοποθετείται κυρίως σε
προϊόντα βιομηχανικής προέλευσης για να δηλώσει τη φίρμα τους: «δεν αγοράζω
τίποτα, αν δε δω πρώτα τη μάρκα του». 2. κοκάλινο, πλαστικό ή μεταλλικό
κέρμα, που χρησιμοποιείται, ιδίως σε εστιατόρια, κυλικεία, καφενεία,
χαρτοπαιχτικές λέσχες και καζίνο, αντί για χρήματα, καθώς αντιπροσωπεύει την
αξία τους: «τον είδα στο ταμείο, που πήγε να εξαργυρώσει τις μάρκες || δώσε μου
μάρκες για πεντακόσια ευρώ». 3. άνθρωπος πονηρός, πανέξυπνος, που δεν
του ξεφεύγει τίποτα: «τέτοια μάρκα δεν ξεγελιέται εύκολα || να προσέχεις πάρα
πολύ τον τάδε, γιατί δεν υπάρχει χειρότερη μάρκα ». (Λαϊκό τραγούδι: καθώς περνούσα
βιαστική προχτές κατά την Πλάκα με σταματά ένας νταής κάποια καινούρια μάρκα).
4. φιλική προσφώνηση σε οικείο άτομο: «που ’σαι, ρε μάρκα, κι έχω να σε
δώ τόσον καιρό;». 5. η τρικλοποδιά·
-
άλφα μάρκα, βλ. λ. άλφα·
-
βάζω μάρκα, α. μαρκάρω βιομηχανικό προϊόν: «έβαλες μάρκα στα είδη
που είναι για εξαγωγή;». β. βάζω τρικλοποδιά σε κάποιον: «όπως
περπατούσαν, του ’βαλε μια μάρκα και τον ξάπλωσε στο δρόμο»·
-
είμαι στη μάρκα, ασκώ χρέη μαρκαδόρου (βλ. λ.): «κάθε βράδυ δουλεύω σ’
ένα μπουζουκτσίδικο κι είμαι στη μάρκα»·
-
είναι μάρκα, είναι πονηρός, πανέξυπνος: «ο μεγάλος του ο γιος βγήκε λίγο
μπουνταλάς, ο μικρός του όμως είναι μάρκα»·
-
είναι μάρκα μ’ έκαψες! είναι πανέξυπνος, τετραπέρατος και επικίνδυνος
για τα συμφέροντά μας: «πρόσεχε πολύ τον τάδε, γιατί είναι μάρκα μ’ έκαψες!»·
-
είναι μάρκα ντεποζέ! βλ. συνηθέστ. είναι μάρκα μ’ έκαψες(!)·
-
είναι μυστήρια μάρκα! είναι
ιδιότροπος, παράξενος: «δεν μπορείς να του πάρεις εύκολα το οκέι, γιατί είναι
μυστήρια μάρκα!». Συνών. είναι μυστήριο τραμ! / είναι μυστήριο τρένο! /
είναι μυστήριο τρόλεϊ(!)·
-
μάρκα ντεποζέ, [<γαλλ. marke deposse], το σήμα κατατεθέν εμπορεύματος και, κατ’ επέκταση,
εμπόρευμα καλής ποιότητας. (Τραγούδι: γαμπίτσα, γαμπίτσα αφράτη και ροζέ και
καλτσοδετίτσα σε μάρκα ντεποζέ).