Μαρία,
η, κύρ. όν. [λ. εβρ. ή αραμ.], η
Μαρία· (στη γλώσσα των ναρκωτικών) βλ. συνηθέστ. μαρίκα (2)·
-
αχ, Μαρία μου, τα μπού-τια σου! (στη γλώσσα του στρατού) φρ. που χρησιμοποιείται
για το συγχρονισμό του βηματισμού στρατιωτικής ομάδας· βλ. και λ. μπούτι·
-
δεν περνάς κυρά Μαρία, δηλώνει απαγόρευση διέλευσης ή εισόδου: «όποιος
και να ’σαι, δεν περνάς κυρά Μαρία». Λέγεται με ειρωνική διάθεση και αναφέρεται
στο ομώνυμο παιδικό παιχνίδι, που παίζεται στην ύπαιθρο·
-
και η κουτσή Μαρία, συνοδευτική έκφραση που σχολιάζει αρνητικά ένα θέμα
ή που δηλώνει πως δεν έχει πια κανένα ενδιαφέρον, καμιά πρωτοτυπία, που είναι
εντελώς κοινότοπο, ανάξιο λόγου, που απευθύνεται στις μάζες ή γίνεται αναπάντεχα
από πάρα πολύ κόσμο, από τις μάζες: «τώρα που έγινε γνωστό το μπαράκι και
μαζεύεται και η κουτσή Μαρία, εγώ δεν ξαναπατάω το πόδι μου || έμαθε και η
κουτσή Μαρία το ζεϊμπέκικο και μας το ξεφτίλισαν κι αυτό || τώρα θ’ ανοίξω
βιντεοκλάμπ, που άνοιξε και η κουτσή Μαρία; || είναι ένα αυτοκίνητο που τ’
αγόρασε και η κουτσή Μαρία». Από το ότι το όνομα Μαρία είναι ένα πολύ
διαδεδομένο όνομα·
-
και ποιος θα…, η Μαρία; έκφραση με την οποία θεωρούμε αυτονόητο πως αυτό
που δηλώνει το ρήμα θα γίνει από ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Συνήθως οι ενέργειες
αυτές έχουν σχέση με το σπίτι, με το νοικοκυριό: «πάλι εγώ θα πλύνω τα πιάτα,
καλέ μαμά; -Και ποιος θα τα πλύνει, η Μαρία; || πάλι εγώ θα σιδερώσω τα ρούχα;
-Και ποιος θα τα σιδερώσει, η Μαρία;». Από το ότι τις πιο πολλές φορές παλιότερα
στα διάφορα αστικά ή μικροαστικά σπίτια οι πιο πολλές υπηρετριούλες λέγονταν
Μαρία, μια και το όνομα αυτό είναι πολύ διαδεδομένο· βλ. και φρ. σπάσ’ τα
Μαρία(!)·
-
κάνω την οσία Μαρία, βλ. λ. όσιος·
-
σπάσ’ τα Μαρία! επιφωνηματική έκφραση σε άτομο, ιδίως σε γυναίκα ή
κοπέλα, που έκανε μια ζημιά και συγκεκριμένα που έσπασε κάποιο πιάτο ή κάποιο άλλο
γυαλικό. Παραθέτω το παιδικό παιχνίδι που παιζόταν μόνο από κορίτσια. -Μαρία,
Μαρία. -Ορίστε, κυρία. -Τα πιάτα, Μαρία. -Τα ’σπασα, κυρία. -Μπράβο
(αποδοκιμαστικά), Μαρία! -Ευχαριστώ, κυρία·
-
το κάνει και η κουτσή Μαρία, λέγεται για πράξη που θεωρείται τόσο εύκολη,
που μπορεί να την πραγματοποιήσει ο καθένας: «μου ανέθεσε να κάνω κάτι που
μπορεί να το κάνει και η κουτσή Μαρία». Αναφορά σε γνωστό θηλυπρεπή της παλιάς
Αθήνας όπου το κάνει, παραπέμπει στην ερωτική πράξη·
-
το ξέρει και η κουτσή Μαρία, είναι γνωστό σε όλο τον κόσμο, το γνωρίζει
ο καθένας: «αυτό που μου λες και νομίζεις ότι είναι μυστικό, το ξέρει και η
κουτσή Μαρία»·
-
τον ξέρει και η κουτσή Μαρία, είναι πασίγνωστος: «τον τραγουδιστή Γιάννη
Πάριο, τον ξέρει και η κουτσή Μαρία».