μαντρί,
το, ουσ. [<μσν. μανδρίν
<μανδρίον, υποκορ. του αρχ. ουσ. μάνδρα], το μαντρί· (στη γλώσσα της αργκό)
η φυλακή: «τον ξέρω αυτόν που μου λες, γιατί ήμασταν μαζί στο μαντρί»·
-
αρνί που φεύγει απ’ το μαντρί, το τρώει ο λύκος, βλ. λ. αρνί·
-
βγάζω απ’ το μαντρί, αποφυλακίζω κάποιον: «μάζεψαν οι φίλοι του τα λεφτά
που χρωστούσε και τον έβγαλαν απ’ το μαντρί»·
-
βγαίνω απ’ το μαντρί, αποφυλακίζομαι: «τον άλλο μήνα βγαίνει απ’ το
μαντρί»·
-
τον βάζω στο μαντρί, βλ. φρ. τον κλείνω στο μαντρί·
-
τον κλείνω στο μαντρί, τον φυλακίζω:
«μετά την απόφαση του δικαστηρίου, τον έκλεισαν στο μαντρί»·
-
τον ρίχνω στο μαντρί, βλ. φρ. τον κλείνω στο μαντρί·
-
τον χώνω στο μαντρί, βλ. συνηθέστ. τον
κλείνω στο μαντρί.