μάννα,
το, άκλ. ουσ. [<μτγν. μάννα
<εβρ. man], η τροφή που, σύμφωνα με την Π. Διαθήκη, έριξε ο
Θεός στους Εβραίους από τον ουρανό, όταν περνούσαν την έρημο μετά την έξοδό
τους από την Αίγυπτο·
-
αντί για μάννα χολή ή αντί του μάννα χολή, λέγεται για αγνώμονη
συμπεριφορά ατόμου που το ευεργετήσαμε, όπως αγνώμονες υπήρξαν και οι Εβραίοι,
που, όταν περνούσαν την έρημο και είχαν τελειώσει οι τροφές τους, ο Θεός τους
έστειλε το μάννα από τον ουρανό και αυτοί, όταν ο Χριστός δίψασε πάνω στο
Σταυρό στο Γολγοθά και ζήτησε να πιει, του έδωσαν χολή ανακατεμένη με ξύδι.
(Λαϊκό τραγούδι: σε είχα σαν Θεό μου, σε λάτρευα πολύ, μα εσύ αντί για
μάννα μου έδωσες χολή). Πρβλ. σε πότισα ροδόσταμο, με πότισες
φαρμάκι (Λαϊκό τραγούδι)·
-
περιμένει το μάννα απ’ τον ουρανό ή περιμένει το μάννα εξ ουρανού ή
περιμένει το μάννα τ’ ουρανού, λέγεται για άτομο που, χωρίς να καταβάλει
τον παραμικρό κόπο ή προσπάθεια, προσδοκά υλικά αγαθά: «όλη τη μέρα τεμπελιάζει
και περιμένει το μάννα εξ ουρανού για να ζήσει»·
-
σαν το μάννα απ’ τον ουρανό ή σαν το μάννα εξ ουρανού, λέγεται
για οποιοδήποτε αγαθό αποκτούμε ανέλπιστα, ιδίως τη στιγμή που το χρειαζόμαστε,
ή για οποιαδήποτε ευεργεσία που γίνεται στην κατάλληλη στιγμή: «το λαχείο που
κέρδισα ήταν σαν το μάννα απ’ τον ουρανό, γιατί αλλιώς θα χρεοκοπούσα || η
βοήθεια του φίλου μου ήταν σαν το μάννα εξ ουρανού».