μανίκι,
το, ουσ. [<μσν. μανίκι(ο)ν,
υποκορ. του λατιν. manica· σύμφωνα όμως με τον Ηλ. Πετρόπουλο, στις περιπτώσεις
της σεξουαλικής ερμηνείας, από το ιταλ. manico (= πέος,
μαλακία άρρενος), βλ. η τραγιάσκα, σελ. 188], το μανίκι. 1. δύσκολο
έργο, οτιδήποτε παρουσιάζει δυσκολία, γενικά η δυσκολία: «δεν μπορώ να καταλάβω
τα μαθηματικά, γιατί είναι μανίκι || ανέλαβα μια υπόθεση, που είναι πολύ
μανίκι». 2. η συνουσία, η σεξουαλική πράξη: «το ’θελε το μανίκι της κι
ας λέει πως την ξεγέλασα». Από παρομοίωση του πέους με το μανίκι, που είναι
μακρόστενο. 3. (στη γλώσσα της αργκό) η λαβή διάφορων μαχαιριών που ήταν
από ξύλο ή φίλντισι. (Ακολουθούν 15 φρ.)
-
δεν είναι της γούνας μου μανίκι, βλ. λ. γούνα·
-
δεν είναι της κάπας μου μανίκι, βλ. λ. κάπα·
-
είναι μανίκι η δουλειά ή η δουλειά είναι μανίκι, βλ. λ. δουλειά·
-
είσαι της γούνας μου μανίκι; βλ. λ. γούνα·
-
είσαι της κάπας μου μανίκι; βλ. λ. κάπα·
-
έκοψε το μανίκι, για να μπαλώσει το παντελόνι, βλ. λ. παντελόνι·
-
έχω (κρύβω) έναν (κάποιον) άσο στο μανίκι (μου), βλ. λ. άσος·
-
ξηγιέμαι ένα μανίκι, βλ. φρ. ρίχνω ένα μανίκι·
-
ρίχνω ένα μανίκι, επιβάλλω τη
σεξουαλική πράξη: «κάθε πρωί, πριν φύγω για τη δουλειά, ρίχνω ένα μανίκι στη
γυναίκα μου». Συνών. ρίχνω ένα φισέκι / ρίχνω ένα φιστίκι / ρίχνω ένα
φοινίκι·
-
σηκώνω τα μανίκια, αποφασίζω σοβαρά να αρχίζω μια προσπάθεια,
ενεργοποιούμαι για την επίτευξη κάποιου σκοπού: «επειδή πλησίαζαν οι εξετάσεις,
σήκωσε τα μανίκια του και στρώθηκε στο διάβασμα || αν δε σηκώσουμε τα μανίκια μας,
δε βλέπω να τελειώνουμε τη δουλειά στην ώρα της». Από την εικόνα του ατόμου που,
όταν αποφασίζει να ασχοληθεί με κάτι, ιδίως με χειρονακτική εργασία, σηκώνει τα
μανίκια του για να μην τον εμποδίζουν ή για να μην τα λερώσει·
-
τον έχει της γούνας του μανίκι, βλ. λ. γούνα·
-
τον έχει της κάπας του μανίκι, βλ. λ. κάπα·
-
τον τραβάει απ’ το μανίκι, τον κάνει ό,τι θέλει, τον έχει υποχείριό του:
«μόλις κατάλαβε πως είναι τρελά ερωτευμένος μαζί της, άρχισε να τον τραβάει απ’
το μανίκι»·
-
τραβώ ένα μανίκι, βλ. φρ. ρίχνω ένα μανίκι·
-
τρώει τα μανίκια του, είναι πολύ εκνευρισμένος, είναι εκτός εαυτού: «μην
του πεις τίποτα αυτή τη στιγμή, γιατί τρώει τα μανίκια του». Συνών. τρώει τα
κρέατά του / τρώει τις σάρκες του.