μανιάτικος,
-η κ. -ια, -ο, επίθ. [<Μάνη
<Μανιάτης + κατάλ. -ικος], μανιάτικος·
-
το κρατάει μανιάτικο, δεν ξεχνά ποτέ το κακό που του έχει κάνει κάποιος,
μέχρι να του το ανταποδώσει, μέχρι να εκδικηθεί, είναι μνησίκακος, εκδικητικός:
«αφού δεν του φέρθηκες καλά, κάποια μέρα θα στη φέρει, γιατί είναι άνθρωπος που
το κρατάει μανιάτικο». Αναφορά στις βεντέτες της Μάνης·
-
τον έπιασε το μανιάτικο, θέλει έντονα να εκδικηθεί κάποιον ή πείσμωσε
πάρα πολύ για κάτι: «αφού τον έπιασε το μανιάτικο, δεν τη γλιτώνεις, γιατί αργά
ή γρήγορα θα σου ανταποδώσει τα ίσα || τον έπιασε το μανιάτικο και δεν αλλάζει
γνώμη με τίποτε».