μανία,
η, ουσ. [<αρχ. μανία (= τρέλα)], η
μανία· το να αρέσει σε κάποιον να κάνει κάτι πάρα πολύ και να αφιερώνει σε αυτό
πολύ χρόνο, η παθολογική έξη, το πάθος, το χόμπι: «έχει μανία με τα ταξίδια ||
έχει μανία με το υποβρύχιο ψάρεμα || έχει μανία με την πολιτική»·
-
έγινε πυρ και μανία, βλ. λ. πυρ·
-
είμαι πυρ και μανία (εναντίον κάποιου), βλ. λ. πυρ·
-
μανία που την έχει! λέγεται για κάποιον που ασχολείται υπερβολικά με
κάτι ή που επιμένει πολύ σε κάτι: «μανία που την έχει με το υποβρύχιο ψάρεμα! ||
μανία που την έχει με την πολιτική! || μανία που την έχει με την τελειότητα!».
Συνήθως της φρ. προτάσσεται το βρε και πιο σπάνια το ρε·
-
με μανία, με ορμή, με αγριότητα, με μεγάλη ένταση: «έπεσε απάνω του με
μανία και τον μαύρισε στο ξύλο»·
-
μετά μανίας, με πάθος: «διαβάζει μετά μανίας, γιατί είναι λάτρης της
λογοτεχνίας || θέλει να περάσει στο πανεπιστήμιο, γι’ αυτό διαβάζει μετά
μανίας»·
-
τον έπιασε (η) μανία, θύμωσε ή πείσμωσε πάρα πολύ: «μόλις ο άλλος του
’βρισε τη μάνα, τον έπιασε μανία και τον σακάτεψε στο ξύλο || τον έπιασε μανία
να τελειώσει μέχρι το βράδυ τη δουλειά και δουλεύει σαν σκυλί»·
-
τον έχω μανία, τον εχθρεύομαι, επιζητώ το κακό του: «τον έχω τέτοια
μανία αυτόν τον άνθρωπο, που θα κάνω τα πάντα για να τον καταστρέψω»·
-
τον έχω πυρ και μανία, βλ. λ. πυρ.
μανιάζω,
ρ. [<μανίζω + κατάλ. -ιάζω]. 1. εξοργίζομαι, εξαγριώνομαι,
γίνομαι έξαλλος και αντιδρώ βίαια: «μάνιασε μόλις έμαθε πως τον απέσπασαν στην
επαρχία και τα ’σπασε όλα στο γραφείο του». 2. (για στοιχεία της φύσης)
γίνομαι πολύ έντονος, αγριεύω: «έξω μάνιαζε ο αέρας || μάνιασε η θάλασσα και
παραλίγο να βουλιάξουμε». (Λαϊκό τραγούδι: βαρύς Δεκέμβρης στο στενό κι ο
άνεμος μανιάζει. Σου παραγγείλαν πως πονώ και είπες δε με νοιάζει)·
-
μάνιασε απ’ το κακό του, βλ. λ. κακός.