μαμή,
η, ουσ. [<μσν. μαμμή (= γιαγιά)
<αρχ. μάμμη], η μαμή· (και για τα δυο φύλα) που το πρόσωπό του είναι
ρυτιδιασμένο σαν της γριάς, χωρίς να δικαιολογεί αυτό η ηλικία του: «σαράντα
χρονών άνθρωπος, κι έχει γίνει σαν μαμή». Από το ότι τα παλιά χρόνια στην
επαρχία το επάγγελμα της μαμής ασκούσαν συνήθως ηλικιωμένες γυναίκες, που είχαν
πρακτική εμπειρία·
-
απ’ τη λεχώνα ως τη μαμή χάθηκε το παιδί, βλ. λ. λεχώνα·
-
από μαμή μέχρι ρολογάς, λέγεται θαυμαστικά για άτομο που τα καταφέρνει
με επιτυχία σε πολλές δουλειές διαφορετικού χαρακτήρα: «αφού ανέθεσες στον τάδε
να σου τελειώσει τη δουλειά, μη φοβάσαι καθόλου, γιατί ο τύπος είναι από μαμή
μέχρι ρολογάς»·
-
πήγε για μαμή κι έκατσε για λεχώνα, καθυστέρησε υπερβολικά να γυρίσει
από τη δουλειά που το στείλαμε να κάνει: «έχασα το αεροπλάνο, γιατί έστειλα τον
υπάλληλό μου να μου φέρει το εισιτήριο, κι αυτός πήγε για μαμή κι έκατσε για
λεχώνα»·
-
πήγε για μαμή κι ήρθε στα βαφτίσια, βλ. φρ. πήγε για μαμή κι έκατσε
για λεχώνα·
-
πολλές μαμές, στραβό το παιδί, όταν σε μια ομάδα ή σε έναν οργανισμό
διατάζουν ή διευθύνουν πολλά άτομα μαζί, τότε συμβαίνει κάτι κακό, γίνεται
κάποια ζημιά: «τρία αδέρφια είναι που κληρονόμησαν ένα εργοστάσιο, κι επειδή ο
καθένας συμπεριφέρεται σαν διευθυντής, η δουλειά πάει για φούντο, γιατί πολλές
μαμές, στραβό το παιδί». Συνών. οι πολλοί οι μάγειροι χαλούν τη σούπα / όπου
λαλούν πολλά κοκόρια, αργεί να ξημερώσει·
-
τον έστειλαν για τη μαμή κι απόμεινε λεχώνα, βλ. φρ. πήγε για μαμή κι έκατσε για λεχώνα.