μαλλιοκέφαλα,
τα, ουσ. [<μαλλί + κεφάλι], τα
μαλλιά της κεφαλής του ανθρώπου·
-
βγάζει τα μαλλιοκέφαλά του, κερδίζει πολλά χρήματα από τη δουλειά του
τόσα πολλά δηλ., όσες είναι και οι τρίχες της κεφαλής του: «έχει ένα φαγάδικο
μέσ’ στο λιμάνι και βγάζει τα μαλλιοκέφαλά του». Συνών. βγάζει άντερα ή βγάζει
τ’ άντερά του / βγάζει λεφτά με ουρά / βγάζει λεφτά με τη σέσουλα / βγάζει
λεφτά με το ζεμπίλι / βγάζει λεφτά με το τσουβάλι / βγάζει παρά με ουρά ή βγάζει
παράδες με ουρά / βγάζει τα κέρατά του / βγάζει τα μαλλιά της κεφαλής του /
βγάζει της Παναγιάς τα μάτια / βγάζει τρελά λεφτά (α) / βγάζει χοντρά λεφτά / βγάζει
χοντρό χρήμα / βγάζει χρήμα με ουρά·
-
δίνω τα μαλλιοκέφαλά μου, βλ. φρ. πληρώνω τα μαλλιοκέφαλά μου·
-
μου στοίχισε τα μαλλιοκέφαλά μου, πλήρωσα, ξόδεψα υπέρογκο ποσό: «ο
γάμος της κόρης μου μου στοίχισε τα μαλλιοκέφαλά μου». Συνών. μου στοίχισε
τα μαλλιά της κεφαλής μου / μου βγήκε ο κούκος αηδόνι·
-
ξοδεύω τα μαλλιοκέφαλά μου, κάνω υπέρογκα έξοδα: «ξόδεψα τα μαλλιοκέφαλά
μου για να χτίσω ένα σπίτι στην εξοχή»·
-
πληρώνω τα μαλλιοκέφαλά μου, πληρώνω μεγάλο ποσό χρημάτων: «μου ’κανε
έλεγχο η εφορία και μ’ έβαλε να πληρώσω τα μαλλιοκέφαλά μου»·
-
τρώω τα μαλλιοκέφαλά μου, ξοδεύω, σπαταλώ, ιδίως σε διασκεδάσεις, μεγάλα
χρηματικά ποσά: «επειδή μια ζωή την έχουμε, τρώω τα μαλλιοκέφαλά μου και το
φχαριστιέμαι»·
-
χάνω τα μαλλιοκέφαλά μου, χάνω μεγάλο χρηματικό ποσό είτε σε εμπορική
πράξη είτε σε τυχερό παιχνίδι, ιδίως χαρτοπαίγνιο: «μπλέχτηκα με μια δουλειά
που δεν την ήξερα καλά κι έχασα τα μαλλιοκέφαλά μου || σταμάτησα να παίζω
χαρτιά, γιατί κάθε φορά που παίζω χάνω τα μαλλιοκέφαλά μου»·
-
χρωστώ τα μαλλιοκέφαλά μου, έχω υπέρογκα χρέη: «τον τελευταίο καιρό
μαζεύει και την δεκάρα, γιατί χρωστάει τα μαλλιοκέφαλά του».