ανάθεμα,
το, ουσ.
[<μτγν. ἀνάθεμα], το ανάθεμα·εκφέρεται ως αφορισμός, ως κατάρα.
(Ακολουθούν 28 φρ.)·
- ανάθεμα
κι αν…, έκφραση με την οποία αποκλείουμε ή αρνούμαστε κατηγορηματικά αυτό
που δηλώνει το ρήμα που ακολουθεί: «ανάθεμα κι αν δούλεψε έστω και μια φορά στη
ζωή του! || ανάθεμα κι αν κατάλαβα λέξη έτσι μπερδεμένα που μου τα είπε!»·
- ανάθεμά
σε (τον, την, τους), δηλώνει αγανάκτηση για κάτι ή για κάποιον που θεωρούμε
ως αίτιο της δυστυχίας μας, στο διάβολο. (Λαϊκό τραγούδι: αχ, ανάθεμά σε ξενιτιά,
τζιβαέρι μου, εσύ και τα καλά σου, σιγανά, σιγανά, σιγανά πατώ στη γη).Πρβλ.:
ανάθεμά σε Κωνσταντή και μυριανάθεμά σε, όπου μου την εξόριζες την
Αρετή στα ξένα (Δημοτικό)· βλ. και φρ. π’ ανάθεμά σε·
-
ανάθεμα τη στιγμή που…, βλ.
φρ. ανάθεμα την ώρα που... (Λαϊκό τραγούδι: ανάθεμά την τη στιγμή ανάθεμα
την ώρα όπου σε πρωτογνώρισα, μικρούλα μου, σε τούτη ’δω τη χώρα)·
-
ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που…, επιτείνει
την έννοια των δύο παραπάνω φράσεων. (Λαϊκό τραγούδι: ανάθεμά την τη
στιγμή, ανάθεμα την ώρα οπού σε πρωτογνώρισα, μικρούλα μου, σε τούτη
’δω τη χώρα·
- ανάθεμα
την ώρα που…, λέγεται υπό μορφή κατάρας, όταν αναφερόμαστε σε κάποιον ή σε κάτι
που μας έφερε δυστυχία ή που εκ των υστέρων αποδείχτηκε το μέγεθος της
δυστυχίας που μας προξένησε: «ανάθεμα την ώρα που σε γνώρισα || ανάθεμα την ώρα
που σκότωσες το παιδί μου || ανάθεμα την ώρα που σε γνώρισα, παλιάνθρωπε!».
(Λαϊκό τραγούδι: ανάθεμα, ανάθεμα την ώρα που έμπλεξα μαζί σου
μαυροφόρα, φαρμάκωσα τα χείλη μου, βρε συγγενείς και φίλοι μου ανάθεμα, ανάθεμα
την ώρα)·
- ανάθεμά
το το μουνί πόσα κακά που σέρνει, βλ. λ. μουνί·
- άσ’
τα να πάνε στ’ ανάθεμα! απάντηση αποκαρδιωμένου ανθρώπου από τη ζωή του ή
από την κακή πορεία των εργασιών του σε άτομο που τον ρωτάει από ενδιαφέρον πώς
πας ή πώς πάει ή πώς τα πας ή πώς πάνε τα πράγματα, και
έχει την έννοια πως τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά και ούτε υπάρχει
περίπτωση να διορθωθούν. Συνών. άσ’ τα να πάνε στα κομμάτια! / άσ’ τα να
πάνε στα τσακίδια! / άσ’ τα να πάνε στην οργή! / άσ’ τα να πάνε στο δαίμονα! /
άσ’ τα να πάνε στο διάβολο! / άσ’ τα να πάνε στον κόρακα(!)·
- άσ’
το να πάει στ’ ανάθεμα! μην το υπολογίζεις, βγάλ’ το από το νου σου, διάγραψέ
το: «αφού βλέπεις πως δε λειτουργεί το κωλομηχάνημα, άσ’ το να πάει στ’
ανάθεμα!». Συνών. άσ’ το να πάει στα κομμάτια! / άσ’ το να πάει στα
τσακίδια! / άσ’ το να πάει στην οργή! / άσ’ το να πάει στο δαίμονα! / άσ’ το να
πάει στο διάβολο! / άσ’ το να πάει στον κόρακα(!)·
- άσ’
τον να πάει στ’ ανάθεμα! μην τον υπολογίζεις, αγνόησέ τον: «αφού βλέπεις
πως είναι παλιάνθρωπος, άσ’ τον να πάει στ’ ανάθεμα!». Συνών. άσ’ τον να
πάει στα κομμάτια! / άσ’ τον να πάει στα τσακίδια! / άσ’ τον να πάει στην οργή!
/ άσ’ τον να πάει στο δαίμονα! / άσ’ τον να πάει στο διάβολο! / άσ’ τον να πάει
στον κόρακα(!)·
- να
πας στ’ ανάθεμα! δε νοιάζομαι, δε με ενδιαφέρει διόλου το τι θα κάνεις, τι
θα απογίνεις ή πού θα πας. Συνήθως η φρ. δίνεται ως απάντηση αδιαφορίας στην
απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου τώρα τι θα κάνω ή τώρα τι θα γίνω (θ’
απογίνω) ή τώρα πού θα πάω. Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το να
ησυχάσουμε ή με το να τελειώνουμε. Συνών. να πας στα κομμάτια! / να
πας στα τσακίδια! / να πας στο διάβολο! / να πας στον αγύριστο! / να πας στον
εξαποδώ(!)·
- π’
ανάθεμά σε (τον, την τους), έκφραση
δυσαρέσκειας ή δυσφορίας για τη συμπεριφορά ή τις ενέργειες κάποιου: «σταμάτα,
επιτέλους, αυτή τη γκρίνια, π’ ανάθεμά σε! || τι έκανε πάλι π’ ανάθεμά τον!»·
- πετώ
την πέτρα του αναθέματος (σε κάποιον), βλ. συνηθέστ. ρίχνω την πέτρα του
αναθέματος (σε κάποιον)·
- πήγε
στ’ ανάθεμα, α. έκφραση τέλειας αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου πού
πήγε ο τάδε. β. έφυγε και δεν ξαναγύρισε και, κατ’ επέκταση, πέθανε,
σκοτώθηκε: «έτρεχε σαν τρελός με τ’ αυτοκίνητό του, ώσπου, μια μέρα καρφώθηκε
σ’ έναν τοίχο και πήγε στ’ ανάθεμα». γ. έκφραση ανακούφισης για την
αναχώρηση από το χώρο μας κάποιου ανεπιθύμητου ή ενοχλητικού προσώπου ύστερα
από πολλή ώρα: «μ’ είχε τρελάνει με την πολυλογία του, ώσπου, κάποια στιγμή
πήγε στ’ ανάθεμα κι ηρέμησε το κεφαλάκι μου». δ. (για μηχανήματα) έπαψε
να λειτουργεί, αχρηστεύτηκε: «αγόρασα ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο σε τιμή
ευκαιρίας, αλλά μέσα σε λίγο καιρό πήγε στ’ ανάθεμα». Συνών. πήγε στα
κομμάτια / πήγε στα τσακίδια / πήγε στο διάβολο / πήγε στον αγύριστο / πήγε
στον εξαποδώ·
- πού
στ’ ανάθεμα είναι! λέγεται για πρόσωπο ή πράγμα, που περιμένουμε για αρκετό
χρονικό διάστημα ή που αναζητάμε για επείγουσα ανάγκη, χωρίς να γνωρίζουμε πού
βρίσκεται: «πού στ’ ανάθεμα είναι αυτός ο υδραυλικός, γιατί κινδυνεύει να
πλημμυρίσει το σπίτι μας! || πού στ’ ανάθεμα είναι ο αναπτήρας μου και δεν
μπορώ ν’ ανάψω το τσιγάρο μου!». Συνών. πού στα κομμάτια είναι! / πού στα
τσακίδια είναι! / πού στην ευχή είναι! / πού στην οργή είναι! / πού στο δαίμονα
είναι! / πού στο διάβολο είναι! / πού στο καλό είναι! / πού στον κόρακα
είναι(!)·
- πού
στ’ ανάθεμα ήσουν! λέγεται απειλητικά ή επιτιμητικά σε άτομο που ψάχναμε
επίμονα και δεν καταφέραμε να βρούμε τη στιγμή που το χρειαζόμασταν ή που το
περιμέναμε για μεγάλο χρονικό διάστημα: «πού στ’ ανάθεμα ήσουν κι έφαγα τον
κόσμο να σε βρω!». Συνών. πού στα κομμάτια ήσουν! / πού στα τσακίδια ήσουν!
/ πού στην ευχή ήσουν! / πού στην οργή ήσουν! / πού στο δαίμονα ήσουν! / πού
στο διάβολο ήσουν! / πού στο καλό ήσουν! / πού στον κόρακα ήσουν(!) ·
- πού
στ’ ανάθεμα πήγε! (για πράγματα) πού εξαφανίστηκε: «πού στ’ ανάθεμα πήγε ο
αναπτήρας μου!». Συνών. πού στα κομμάτια πήγε! / πού στα τσακίδια πήγε! / πού
στην ευχή πήγε! / πού στην οργή πήγε! / πού στο δαίμονα πήγε! / πού στο διάβολο
πήγε! / πού στο καλό πήγε! / πού στον κόρακα πήγε(!)·
- πού
στ’ ανάθεμα πήγες! πού εξαφανίστηκες: «πού στ’ ανάθεμα πήγες κι έψαχνα απ’
το πρωί να σε βρω!». Συνών. πού στα κομμάτια πήγες! / πού στα τσακίδια
πήγες! / πού στην ευχή πήγες! / πού στην οργή πήγες! / πού στο δαίμονα πήγες! /
πού στο διάβολο πήγες! / πού στο καλό πήγες! / πού στον κόρακα πήγες(!)·
- πώς
στ’ ανάθεμα! α. έκφραση απορίας ή έκπληξης: «πώς στ’ ανάθεμα τα
κατάφερες κι ήρθες μ’ αυτόν τον παλιόκαιρο!». β. με ποιο τρόπο: «πώς στ’
ανάθεμα ζούνε μέσα σε τέτοια φτώχεια!». Συνών. πώς στα κομμάτια! / πώς στην
ευχή! / πώς στην οργή! / πώς στο δαίμονα! / πώς στο διάβολο! / πώς στο καλό! /
πώς στον κόρακα(!)·
- ρίχνω
τ’ ανάθεμα (σε κάποιον), αναθεματίζω, καταριέμαι κάποιον: «για τη συμφορά
αυτού του ανθρώπου ρίχνω τ’ ανάθεμα στον τάδε»·
- ρίχνω
την πέτρα του αναθέματος (σε κάποιον), θεωρώ κάποιον μοναδικό υπεύθυνο για
μεγάλη συμφορά που έχει γενικό αντίκτυπο: «για το διασυρμό της πατρίδας μας,
ρίχνω την πέτρα του αναθέματος στον πρωθυπουργό»·
- ρίχνω
το λίθο του αναθέματος (σε κάποιον), βλ. φρ. ρίχνω την πέτρα του
αναθέματος (σε κάποιον)·
- στ’
ανάθεμα! έκφραση δυσφορίας σε ενοχλητικό άτομο να μας αφήσει ήσυχους, να
πάψει να μας ενοχλεί, να φύγει, να ξεκουμπιστεί. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το
βρε άι. Συνών. στα κομμάτια! / στα τσακίδια! / στο διάβολο(!)·
- τι
στ’ ανάθεμα! έκφραση
εκνευρισμού ή δυσφορίας: «τι στ’ ανάθεμα λέει τόση ώρα και δεν καταλαβαίνω λέξη!».
Συνών. τι στα κομμάτια! / τι στην ευχή! / τι στην οργή! / τι στο δαίμονα! /
τι στο διάβολο! / τι στο καλό! / τι στον κόρακα(!)·
- τι
στ’ ανάθεμα έγινε! (για πράγματα) πού εξαφανίστηκε: «τι στ’ ανάθεμα έγινε
το στιλό μου!». Συνών. τι στα κομμάτια έγινε! / τι στην ευχή έγινε! / τι
στην οργή έγινε! / τι στο δαίμονα έγινε! / τι στο διάβολο έγινε! / τι στο καλό
έγινε! / τι στον κόρακα έγινε(!)·
- τι
στ’ ανάθεμα έγινες! πού εξαφανίστηκες: «τι στ’ ανάθεμα έγινες όλο το πρωί
και σε χρειαζόμουν!». Συνών. τι στα κομμάτια έγινες! / τι στην ευχή έγινες!
/ τι στην οργή έγινες! / τι στο δαίμονα έγινες! / τι στο διάβολο έγινες! / τι
στο καλό έγινες! / τι στον κόρακα έγινες(!)·
- τι
στ’ ανάθεμα θέλει; έκφραση δυσφορίας για την επίσκεψη κάποιου ανεπιθύμητου
ατόμου: «είναι στον προθάλαμο ο τάδε. -Τι στ’ ανάθεμα θέλει;». Συνών. τι στα
κομμάτια θέλει; / τι στην ευχή θέλει; / τι στην οργή θέλει; / τι στο δαίμονα
θέλει; / τι στο διάβολο θέλει; / τι στο καλό θέλει; / τι στον κόρακα θέλει(;)·
- τι
στ’ ανάθεμα κάνεις! έκφραση απορίας για κάποιον που ασχολείται με πράγματα
έξω από τις οδηγίες μας ή έξω από την ορθή διαδικασία ή εκτέλεση. Συνήθως η φρ.
κλείνει με το εδώ ή το εκεί. Συνών. τι στα κομμάτια κάνεις! /
τι στην ευχή κάνεις! / τι στην οργή κάνεις! / τι στο δαίμονα κάνεις! / τι στο
διάβολο κάνεις! / τι στο καλό κάνεις! / τι στον κόρακα κάνεις(!)·
- τον
έστειλα στ’ ανάθεμα, α.
τον έδιωξα
ύστερα από ακατάσχετο υβρεολόγιο, τον διαβολόστειλα: «αφού τεμπέλιαζε
συστηματικά του ’δωσα την αποζημίωσή του και τον έστειλα στ’ ανάθεμα». β.
έπαψα να ενδιαφέρομαι για κάποιον, αδιαφορώ τελείως για κάποιον: «αφού δεν
άκουγε τις συμβουλές μου, τον έστειλα κι εγώ στ’ ανάθεμα». Συνών. τον
έστειλα στα τσακίδια / τον έστειλα στο διάβολο.