μαλάκας,
ο, πλ. μαλάκες κ. μαλάκηδες κ.
μαλάκηδοι, οι, ουσ. [<θηλ. μαλάκα <μτγν. μαλακός]. 1.
αυτός που αυνανίζεται, που μαλακίζεται συχνά: «έχει ρέψει ο μαλάκας απ’ τη
μαλακία». 2. άνθρωπος ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «δεν μπορώ
να καταλάβω, γιατί, εσύ, κοτζάμ επιστήμονας, κάνεις παρέα μ’ αυτόν το μαλάκα!».
3. άνθρωπος με μειωμένη διανοητική ικανότητα, ο αποβλακωμένος, ο
ανόητος, ο βλάκας: «είναι τόσο μαλάκας, που δεν μπορεί να ξεχωρίσει το μαύρο
απ’ το άσπρο». 4. φιλική προσφώνηση σε φίλο ή σε οικείο άτομο: «άκου να
σου πω, ρε μαλάκα, τι έγινε! || τι γίνεσαι, ρε μαλάκα, καιρό έχω να σε δω! ||
θα ’ρθεις, ρε μαλάκα, το βράδυ μαζί μας στα μπουζούκια;». 5. απευθύνεται
και με υποτιμητική ή υβριστική διάθεση σε άντρα αλλά και σε γυναίκα: «ουστ από
δω, ρε μαλάκα, που θέλεις να ’ρθεις και μαζί μας!». (Τραγούδι: κι όλο
βουλιάζω στο νανούρισμα, κάποια αόρατης μαράκας, κι όλοι οι φίλοι απορούν «τι
κάνει ετούτος ο μαλάκας;»). Τέλος η λ. αποτελεί την εθνική μας
βρισιά. (Ακολουθούν 19 φρ.)·
-
γέλα μαλάκα! ειρωνική παρατήρηση σε ανεύθυνο άτομο που μπορεί να γελάει
κάποια συγκεκριμένη στιγμή, αλλά θα έρθει σίγουρα η ώρα που θα κλάψει από την
τιμωρία που θα του επιβληθεί ή από το κακό που θα πάθει. Συνήθως η φρ. κλείνει
πάλι με το γέλα·
-
γκραν μαλάκας, αυτός που είναι πολύ μεγάλος μαλάκας: «τέτοιον γκραν
μαλάκα πρώτη φορά έβγαλε η φύση»·
-
είναι ένας μαλάκας και μισός, ο πολύ μεγάλος μαλάκας (που είναι, δηλαδή,
ένας μαλάκας, συν ακόμη άλλος μισός μαλάκας): «μην του αναθέσεις καμιά δουλειά,
γιατί είναι ένας μαλάκας και μισός»·
-
καλός μαλάκας και του λόγου σου! λέγεται με επιθετική διάθεση σε άτομο
που υποστηρίζει ή που επικροτεί τα λόγια ή την ενέργεια κάποιου ανόητου,
κάποιου βλάκα ή εν τέλει κάποιου που λέει ή ενεργεί αντίθετα προς τα συμφέροντά
μας·
-
κάνω το μαλάκα, προσποιούμαι τον ανήξερο, κάνω πως δεν καταλαβαίνω, κάνω
το χαζό, το βλάκα: «πάψε να κάνεις το μαλάκα και πες μου τι ξέρεις για την
υπόθεση || εσένα φωνάζω και μην κάνεις το μαλάκα»·
-
μαλάκας άνθρωπος, χαρά Θεού, βλ. συνηθέστ. χαζό παιδί, χαρά γεμάτο, λ.
παιδί·
-
μαλάκας από κούνια, αυτός που είναι μαλάκας από τη μέρα που γεννήθηκε, ο
εκ γενετής μαλάκας και, ως εκ τούτου, ο πολύ μεγάλος μαλάκας: «μην εκπλήσσεσαι
για τις μαλακίες του, γιατί είναι μαλάκας από κούνια»·
-
μαλάκας είμαι; (ρητορική ερώτηση) δεν είμαι καθόλου μαλάκας: «μαλάκας
είμαι να μαλώσω μ’ αυτόν τον αγριάνθρωπο;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται
το καλά·
-
μαλάκας με δίπλωμα, βλ. φρ. μαλάκας με πατέντα·
-
μαλάκας με λοφίο, βλ. φρ. μαλάκας με περικεφαλαία·
-
μαλάκας με πατέντα, κατά γενική
διαπίστωση, αναμφίβολα, ο αναγνωρισμένος μαλάκας: «είναι γνωστός τοις πάσι με
τις μαλακίες που κάνει, γιατί είναι μαλάκας με πατέντα»·
-
μαλάκας με περικεφαλαία, ο πολύ μεγάλος μαλάκας: «με τις μαλακίες που
έχεις κάνει, έχεις μείνει γνωστός ως μαλάκας με περικεφαλαία»·
-
μαλάκας στο τετράγωνο, αυτός που είναι πολύ μεγάλος μαλάκας: «μην τον εμπιστεύεσαι,
γιατί είναι μαλάκας στο τετράγωνο»·
-
μη γίνεσαι μαλάκας! μη συμπεριφέρεσαι σαν ανόητος, σαν βλάκας, σκέψου ή
συμπεριφέρσου σοβαρά: «είναι ευκαιρία να πάρεις αυτή τη δουλειά που σου
προσφέρει, μη γίνεσαι μαλάκας!»·
-
πω πω, ρε μαλάκα! ή πω πω, ρε μαλάκα μου! βλ. συνηθέστ. πω πω,
ρε πούστη! λ. πούστης·
-
τι λε(ς), ρε μαλάκα! ή τι λε(ς), ρε μαλάκα μου! βλ. φρ. τι
λε(ς), ρε πούστη! λ. πούστης·
-
το πολύ το Κάπα Κάπα κάνει το παιδί μαλάκα, βλ. λ. Κάπα Κάπα·
-
το πολύ το τάκα τάκα κάνει το παιδί μαλάκα, βλ. λ. τάκα τάκα2·
-
τους μαλάκες με την κόσα να τους θερίζεις, πάλι δυο δυο θα βγαίνουν σαν τα
κεφάλια της Λερναίας Ύδρας, βλ. λ. κόσα.