ανάγνωσμα,
το, ουσ.
[<μτγν. ἀνάγνωσμα], πεζό ή εκκλησιαστικό κείμενο: «στη διάρκεια των διακοπών
διάβασα ένα ευχάριστο ανάγνωσμα || εκ του κατά Ιωάννην Αγίου Ευαγγελίου το ανάγνωσμα»·
- βλακεία
το ανάγνωσμα ή βλακείες το ανάγνωσμα, βλ. συνηθέστ. μαλακία το
ανάγνωσμα·
- μαλακία
το ανάγνωσμα ή μαλακίες το ανάγνωσμα, λόγια κούφια, ανόητα,
βλακείες, ανοησίες που έχουν διάρκεια: «μας μιλούσε μια ώρα και μας έλεγε
μαλακίες το ανάγνωσμα»·
- …
το ανάγνωσμα, προσδίνει
ειρωνεία στο ουσιαστικό που προηγείται: «το ταξίδι μας ήταν ταλαιπωρία το
ανάγνωσμα».