μακριά,
επίρρ. [<μσν. επίρρ. μακρέα]. 1.
σε απόσταση (χρονική ή τοπική): «στεκόταν ο ένας μακριά απ’ τον άλλο || του
είπα να περιμένει ένα μήνα ακόμα, αλλά του φάνηκε μακριά και μου ’στειλε τον
κλητήρα για κατάσχεση || μένω μακριά από δω που βρισκόμαστε». 2. σε
απόσταση με αποτρεπτική έννοια: «μακριά απ’ αυτόν τον άνθρωπο, αν θέλεις να
’χεις το κεφάλι σου ήσυχο || μακριά από παρόμοιες σκέψεις, γιατί θα βρεθείς
μπλεγμένος». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ που σου ’χα του χεριού μου για κακό του
κεφαλιού μου μακριά από τέτοιο κάλλος ας καεί και κάνας άλλος).
(Ακολουθούν 36 φρ.)·
-
από μακριά, από μακρινή απόσταση: «η φωνή ακούστηκε από μακριά || δεν
άκουσε, επειδή του φώναξε από μακριά»·
-
από μακριά και φίλοι, βλ. λ. φίλος·
-
από μακριά κι αγαπημένοι, βλ. λ. αγαπημένος·
-
βλέπω μακριά, είμαι διορατικός: «αν δεν έβλεπα μακριά, θα ’πεφτα σ’ ένα
σωρό παγίδες»·
-
δεν είναι μακριά, δεν αργεί να έρθει, δε θα αργήσει να έρθει κάποιος ή
κάτι: «όπου να ’ναι έρχεται, γιατί δεν είναι μακριά || δεν είναι μακριά το
καλοκαίρι || με τη ζωή που κάνει δεν είναι μακριά απ’ την καταστροφή του»·
-
δεν είσαι μακριά, (για τόπο και χρόνο) δεν απέχεις πολύ από την
πραγματικότητα: «με τη μεγάλη ζωή που άρχισε να κάνει ο τάδε, μου φαίνεται πως
θα χρεοκοπήσει. -Δεν είσαι μακριά || σαν απατεώνας μου φαίνεται αυτός ο
άνθρωπος. -Δεν είσαι μακριά»·
-
δεν παίζουμε ποιος θα κατουρήσει πιο μακριά, βλ. λ. κατουρώ·
-
είμαστε μακριά, οι απόψεις μας ή οι όροι μας θέλουν πολύ ακόμα για να
συμπέσουν, ώστε να επιτευχθεί συμφωνία: «οι διαπραγματεύσεις μας βρίσκονται σε
καλό δρόμο, αλλά είμαστε μακριά ακόμα για να υπογράψουμε τα συμβόλαια»·
-
είναι μακριά νυχτωμένος, βλ. λ. νυχτωμένος·
-
είναι μακριά ξημερωμένος, βλ. λ. ξημερωμένος·
-
είσαι μακριά, απέχεις πολύ από την πραγματικότητα: «για να πέσει έξω μια
τέτοια επιχείρηση, σίγουρα δεν είχε καλό κουμάντο. -Είναι κι αυτός ένας λόγος, αλλά
είσαι μακριά»·
-
ζει μακριά απ’ τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
-
η αρχοντιά μυρίζει από μακριά, βλ. λ. αρχοντιά·
-
θα πάει μακριά η βαλίτσα; βλ. λ. βαλίτσα·
-
θα πάει μακριά η δουλειά; βλ. λ. δουλειά·
-
θα πάει πολύ μακριά; θα συνεχιστεί για πολύ ακόμα αυτή η αφόρητη
κατάσταση, αυτή η ενοχλητική υπόθεση(;): «τι γίνεται, ρε παιδιά! Θα πάει μακριά
αυτός ο θόρυβος;». Συνών. θα πάει μακριά η βαλίτσα; / θα πάει μακριά η
δουλειά(;)·
-
κάλλιο μακριά κι αγαπημένοι, βλ. λ. αγαπημένος·
-
κρατώ μακριά μου (κάποιον ή κάτι), αποφεύγω κάποιον ή κάτι, δεν έρχομαι
σε επαφή μαζί του: «κρατώ μακριά μου αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι απατεώνας ||
κρατώ μακριά μου τα ναρκωτικά»·
-
μακριά απ’ τον κώλο μας σαράντα δεκανίκια, βλ. λ. κώλος·
-
μακριά απ’ τον κώλο μου, βλ. λ. κώλος·
-
μακριά απ’ τον κώλο μου κι ας είναι και τόσο, βλ. λ. κώλος·
-
μακριά απ’ του Θεού το βλέμμα ή μακριά απ’ το βλέμμα του Θεού, βλ. λ. Θεός·
-
μακριά από δω! (ενν. από το χώρο που βρισκόμαστε), βλ. φρ. μακριά από
μας(!)·
-
μακριά από λόγου μας! βλ. φρ. μακριά
από μας(!)·
-
μακριά από μας! (ενν. που είμαστε τώρα συγκεντρωμένοι), ευχή να μη
συμβεί ποτέ σε μας αυτό το κακό που κουβεντιάζουμε τώρα: «έπιασε φωτιά το σπίτι
του τάδε κι έγινε στάχτη. -Μακριά από μας! || κόλλησε μια σπάνια αρρώστια,
μακριά από μας, και τραβιέται με τους γιατρούς!». Συνών. έξω από δω! / έξω
από μας! / Θεός φυλάξοι(!)·
-
μακριά από μένα, λέγεται από άτομο σε
κάποιον που επιχειρεί να του αποδώσει λόγους ή προθέσεις που δεν εγκρίνει, που
δεν είναι της φιλοσοφίας του: «μακριά από μένα τέτοια λόγια, γιατί εγώ ποτέ δεν
υποστήριξα πως πρέπει ν’ αποκλείσουμε απ’ την κοινωνία μας τους χρήστες
ναρκωτικών»·
-
μακριά τα χέρια από…, βλ. λ. χέρι·
-
μένω μακριά (από κάποιον ή από κάτι), βλ.
φρ. κρατώ μακριά μου·
-
μην πας μακριά, δε χρειάζεται να
σκεφτείς ή να ψάξεις πολύ: «πάλι μαλώνουν οι συνέταιροι. -Μην πας μακριά, να
δεις που σε λίγο θα το διαλύσουν || αν θες να δεις την κατάληξη του ανθρώπου
που μπλέκει με τα ναρκωτικά, μην πας μακριά. Δες τι έπαθε ο γείτονάς σου»·
-
πάει μακριά η βαλίτσα, βλ. λ. βαλίτσα·
-
πάει μακριά η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
-
πάει πολύ μακριά, λέγεται με δυσφορία για δουλειά ή υπόθεση, που
συνεχίζεται αδικαιολόγητα για μεγάλο χρονικό διάστημα: «κάντε και λίγη ησυχία,
ρε παιδιά, γιατί πάει μακριά αυτός ο θόρυβος μεσημεριάτικα». Συνών. πάει
μακριά η βαλίτσα / πάει μακριά η δουλειά·
-
πάμε μακριά, απομακρυνόμαστε από το θέμα που μας απασχολεί, από το θέμα
που κουβεντιάζουμε: «μη θίξεις αυτό το θέμα, γιατί τότε πάμε μακριά»·
-
που αγάλια αγάλια περπατεί, μακριά μπορεί να φτάσει, βλ. λ. αγάλια·
-
τα ψεύτικα τα λόγια δεν πάνε μακριά, βλ. λ. ψεύτικος·
-
φωνάζει από μακριά, βλ. λ. φωνάζω.