μαϊμού,
η, ουσ. [<μσν. μαϊμού <αρχ. μιμῶ.
Κατ’ άλλους από το αραβ. maymun], η μαϊμού. 1. άνθρωπος που μιμείται με
γελοίο τρόπο τη συμπεριφορά ή το ντύσιμο κάποιου: «ό,τι και να κάνω, αυτή η
μαϊμού θέλει αμέσως να το μιμηθεί και γίνεται ρεζίλι». 2. άνθρωπος
πανέξυπνος, παμπόνηρος και ως εκ τούτου επικίνδυνος: «είναι μια μαϊμού αυτός ο
τύπος, που δεν μπορείς να τον πιάσεις από πουθενά!». 3. άνθρωπος πολύ
άσχημος: «είχε κάτι μούτρα σαν της μαϊμούς». 4. γυναίκα, ιδίως μικρό
κορίτσι, που είναι παμπόνηρο, πανέξυπνο και χαριτωμένο: «της έταζε λαγούς με
πετραχήλια, αλλά είναι τέτοια μαϊμού, που κατάλαβε πως την ήθελε μόνο για ένα
βράδυ και τον διαβολόστειλε || είναι μια μαϊμού η κόρη του, που τον έχει
ξετρελάνει». 5. απομίμηση γνήσιου ή ακριβού αντικειμένου και, γενικά,
οτιδήποτε είναι ψεύτικο ή πλαστό: «πήγε κι έδωσε ένα κάρο λεφτά κι αγόρασε ένα
δαχτυλίδι μαϊμού || του πλάσαραν κάτι εκατόευρα μαϊμού και τραβάει τα μαλλιά
του». 6. (στη γλώσσα των μηχανόβιων) κλεμμένη μοτοσικλέτα που πουλιέται
νομότυπα: «είχε μια μοτοσικλέτα μαϊμού και την πούλησε στον τάδε με υπογραφή
και βούλα». (Ακολουθούν 12 φρ.)·
-
έγινε μαϊμού η δουλειά ή η δουλειά έγινε μαϊμού, βλ. λ. δουλειά·
-
έγινε σαν της μαϊμούς τον κώλο, (ειρωνικά για πρόσωπα) κοκκίνισε το πρόσωπό
του πάρα πολύ: «έμεινε όλο το πρωί στον ήλιο κι έγινε το πρόσωπό του σαν της
μαϊμούς τον κώλο». Από το ότι ο πρωκτός της μαϊμούς και γύρω από αυτόν
επικρατεί έντονο κόκκινο χρώμα·
-
έγινε της μαϊμούς ο γάμος, βλ. λ. γάμος·
-
εδώ το καζάνι βράζει κι ο κώλος της μαϊμούς γιορτάζει, βλ. λ. καζάνι·
-
είδε η μαϊμού τον κώλο της και φοβήθηκε, λέγεται ειρωνικά για άτομα που
ανησυχούν έντονα για ασήμαντη διαταραχή της υγείας τους, ιδίως για ασήμαντο
τραύμα: «χτύπησε λίγο στο δάχτυλό του και πήρε σβάρνα τους γιατρούς. -Είδε η
μαϊμού τον κώλο της και φοβήθηκε». Από το ότι ο πρωκτός της μαϊμούς και γύρω
από αυτόν επικρατεί έντονο κόκκινο χρώμα, πράγμα που παρομοιάζεται με τραύμα,
με πληγή·
-
έκανα μαϊμού τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
-
κάνει τη μαϊμού, κάνει κωμικές γκριμάτσες προς τέρψιν της ομήγυρης,
πράγμα που τον γελοιοποιεί: «έχουμε έναν στην παρέα μας, που κάθε τόσο μας
κάνει τη μαϊμού και σκάμε στα γέλια»·
-
ξεψειρίζω τη μαϊμού, βλ. συνηθέστ. ψειρίζω τη μαϊμού·
-
πάει στο ταμτούμ για μαϊμούδες, ειρωνική απάντηση στην ερώτηση κάποιου πού
πήγε ή πού είναι ο τάδε, όταν δε θέλουμε να του πούμε που είναι ή
που έχει πάει·
-
σκαρφαλώνει σαν μαϊμού ή σκαρφαλώνει σαν τη μαϊμού, αναρριχάται,
ιδίως σε δέντρο, με μεγάλη ευκινησία: «τον είδα να σκαρφαλώνει σαν μαϊμού σ’
ένα δέντρο, γιατί τον κυνηγούσε ένας σκύλος». Συνών. σκαρφαλώνει σαν γάτα·
-
το ’κανε μαϊμού, το έκλεψε: «μόλις άφησα το πορτοφόλι μου πάνω στο
τραπέζι, κάποιος το ’κανε μαϊμού». Από τη συνήθεια που έχει η μαϊμού να
παίρνει, φεύγοντας από κάπου, διάφορα αντικείμενα·
- ψειρίζω τη μαϊμού, α. λεπτολογώ
υπερβολικά μια υπόθεση ή μια κατάσταση: «μην κάθεσαι και ψειρίζεις τη μαϊμού,
γιατί η δουλειά είναι σίγουρη και θα τα κονομήσουμε || πες μας με λίγα λόγια αν
σ’ αρέσει αυτό τ’ αυτοκίνητο και μην κάθεσαι να ψειρίζεις τη μαϊμού». β.
δεν κάνω τίποτε σπουδαίο, σπαταλώ άδικα το χρόνο μου, τεμπελιάζω: «δεν έχει ν’
ασχοληθεί με τίποτε κι απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ κάθεται και ψειρίζει τη
μαϊμού».