μαζί,
επίρρ. [<μσν. μαζί <αρχ.
μαζίον, υποκορ. του ουσ. μᾶζα], μαζί· όχι χωριστά, παρέα, συντροφικά: «ήρθαμε
μαζί με τα πόδια || μαζί μ’ αυτή τη γυναίκα ζούμε κοντά τριάντα χρόνια». (Λαϊκό
τραγούδι: για πάντα μαζί, για πάντα μαζί, σ’ αυτό τ’ ανηφόρι που λέμε
ζωή). (Ακολουθούν 31 φρ.)·
-
γελάν’ κι οι κότες μαζί του ή γελάν’ μαζί του κι οι κότες, βλ. λ.κότα·
-
δε θα τα πάρεις μαζί σου (ενν. τα λεφτά, τα χρήματα), βλ. λ. παίρνω·
-
δε θέλω πολλά λόγια μαζί του, βλ. λ. λόγος·
-
δε θέλω πολλά πολλά μαζί του, βλ. λ. πολύς·
-
δε θέλω πολλές κουβέντες μαζί του, κουβέντα·
-
έκοψαν μαζί το νήμα, (για αθλητές ταχύτητας), βλ. λ. νήμα·
-
εμείς μαζί δε κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε, λέγεται για δυο φίλους,
ιδίως για ερωτικό ζευγάρι που, αν και μαλώνουν κάθε τόσο όταν συνυπάρχουν,
εντούτοις, δεν μπορούν να ζήσουν απομακρυσμένοι·
-
έπεσαν μαζί στο νήμα, (για αθλητές ταχύτητας), βλ. λ. νήμα·
-
ζευγαρώνει ο Θεός δυο κακούς, κι έτσι χαλάει μαζί δυο σπίτια, βλ. λ. σπίτι·
-
η Παναγία μαζί σου ή η Παναγιά μαζί σου, βλ. λ. Παναγιά·
-
κάθονται μαζί, βλ. φρ. μένουν μαζί·
-
μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά ή μαζί με το ξερό καίγεται και
το χλωρό, βλ. λ. ξερός·
-
μαζί μιλάμε και χώρια καταλαβαίνουμε, βλ. λ. μιλώ·
-
μαζί μου (σου, του, της κ.λπ), με μένα (με σένα, με αυτόν, με αυτήν
κ.λπ.): «θα ’ρθεις μαζί μου ή θα πας με τους άλλους || όταν ήρθες, ήταν μαζί
σου ο τάδε;». (Τραγούδι: θυμήσου έκλαιγες κι έκλαιγα μαζί σου, τώρα
ποιος κλαίει όταν κλαις, σε ποιον τον πόνο σου θα λες)·
-
μαζί σου θα τα πάρεις; (ενν. τα λεφτά, τα χρήματα), βλ. λ. παίρνω·
-
μαζί του ούτε και στον Παράδεισο, βλ. λ. παράδεισος·
-
μαζί συζητάμε και χώρια καταλαβαίνουμε, βλ. συνηθέστ. μαζί μιλάμε και
χώρια καταλαβαίνουμε·
-
μαζί φάγανε τα ίδια σκατά, βλ. λ. σκατά·
-
μένουν μαζί, ζουν στο ίδιο σπίτι: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκαν μένουν
μαζί με τους γονείς της»·
-
ξεμπέρδεψα μια και καλή μαζί του, βλ. λ. ξεμπερδεύω·
-
ο αδερφός μου κι εγώ ενάντια στον ξάδερφο, κι οι τρεις μαζί ενάντια στον
ξένο, βλ. λ. ξένος·
-
ο Θεός μαζί σου! βλ. λ. Θεός·
-
ο καθένας χωριστά κι όλοι μαζί, βλ. λ. καθένας·
-
όλοι οι καλοί μαζί κι ο ψωριάρης χώρια, βλ. λ. καλός·
-
πάει μαζί, βλ. φρ. πάνε μαζί·
-
πάνε μαζί, α. (για πράγματα) που δεν μπορούμε να τα χωρίσουμε,
που το ένα αποτελεί ή προϋποθέτει τη συνέχεια του άλλου, που είναι αναπόσπαστα:
«αν αγοράσετε αυτό το κηροπήγιο πρέπει να πάρετε και τ’ άλλο, γιατί αυτά πάνε
μαζί!». β. (για καταστάσεις) που η μια εμφανίζεται ταυτόχρονα με την
άλλη: «βρομιά και μολυσματικές ασθένειες πάνε μαζί || πόλεμος και δυστυχία πάνε
μαζί»·
-
πήρε πολλούς μαζί του, παρέσυρε με την καταστροφή του, με τον αφανισμό
του και άλλους πολλούς: «όταν αποκαλύφθηκε η απάτη του, πήρε πολλούς μαζί του,
γιατί ήταν κι άλλοι αναμεμειγμένοι στην κομπίνα || πολέμησε σκληρά εναντίον του
εχθρού και με το θάνατό του πήρε πολλούς μαζί του»·
-
σέρνω μαζί μου (κάποιον), βλ. λ. σέρνω·
-
σέρνω μαζί μου (κάτι), βλ. λ. σέρνω·
-
φάγαμε μαζί ψωμί κι αλάτι, βλ. λ. ψωμί·
-
φάγαμε μαζί ψωμί κι ελιά ή φάγαμε μαζί ψωμί κι ελιές, βλ. λ. ψωμί.