μαζεμένος
κ. μαζωμένος, -η, -ο, επίθ.
[<μτχ. του ρ. μαζεύω], μαζεμένος. 1. που είναι συνεσταλμένος, που δεν
είναι διαχυτικός: «είναι μαζεμένο παιδί». 2. που είναι αποταμιευμένος:
«έχω κάτι χρήματα μαζεμένα και λέω να αλλάξω αυτοκίνητο»·
-
έπεσε μαζεμένη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
-
έχω μαζεμένη την ουρά μου, βλ. λ. ουρά·
-
του τα ’πα μαζεμένα, του είπα όλα όσα έκανε σε βάρος μου και τα υπέμενα
σιωπηλά για μεγάλο χρονικό διάστημα: «δεν άντεξα άλλο με την επιθετική στάση
που κρατούσε εναντίον μου και με την πρώτη ευκαιρία που μου δόθηκε του τα ’πα
μαζεμένα». (Λαϊκό τραγούδι: φύγε πριν ανοίξω το στόμα μου, φύγε πριν στα
πω μαζεμένα, φύγε οι πληγές μου στο σώμα μου είν’ ακόμη από σένα)·
-
του τα ’χω από καιρό μαζεμένα, βλ. λ. καιρός·
-
του ’χω πολλά μαζεμένα, έχω πολλά παράπονα για κάποιον, έχω σημειωμένες
πολλές ενέργειές του που κατά κάποιον τρόπο στρέφονταν εναντίον μου: «να του
πεις να κάτσει φρόνιμα, γιατί του ’χω πολλά μαζεμένα». (Λαϊκό τραγούδι: από τα
πολλά που σου ’χω μαζεμένα, δε σε θέλω πια, δε σε θέλω πια).