μάγουλο,
το, ουσ. [<μσν. μάγουλον
<λατιν. magulum], το μάγουλο·
-
θρέφει μάγουλα, δεν κάνει τίποτα, τεμπελιάζει: «όλοι στην οικογένειά του
δουλεύουν σκληρά, κι αυτός θρέφει μάγουλα»·
-
κάνω μάγουλα, παχαίνω: «τον τελευταίο καιρό είμαι όλο φαΐ και ύπνο, γι’
αυτό έχω αρχίσει να κάνω μάγουλα»·
-
ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεβρακώνει κώλους ή ο ύπνος θρέφει μάγουλα
και ξεγυμνώνει κώλους, βλ. λ. κώλους·
-
πρόσεχε μη σκίσεις κανένα (κάνα) μάγουλο, ειρωνική παρατήρηση σε άτομο
που γεμίζει βιαστικά το στόμα του με φαγητό για να φάει όσο περισσότερο
προλάβει·
-
τον έπιασα μάγουλο ή του ’πιασα το μάγουλο, τον ξεγέλασα, τον
εξαπάτησα: «επιδίωκε να με ξεγελάσει, αλλά στο τέλος τον έπιασα μάγουλο»·
-
του κατεβάζω το μάγουλο, (στη γλώσσα της αργκό) βλ. συνηθέστ. του
κατεβάζω τη μάπα, λ. μάπα.