αναβολή,
η, ουσ.
[<αρχ. ἀναβολή], η αναβολή·
- δεν
παίρνει αναβολή (κάτι), λέγεται
για κάτι που πρέπει να γίνει αμέσως, οπωσδήποτε: «πρέπει να μου δώσεις τώρα τα
λεφτά, γιατί δεν παίρνει αναβολή». (Τραγούδι: να όμως που το άλλο βράδυ
φτάνει, αρκετοί ’ναι οι νεκροί μας σφίγγει μια σωματική ανάγκη, δεν παίρνει
αναβολή)·
- έχω
αναβολή, βλ. φρ. παίρνω αναβολή·
- ζητώ
αναβολή, (για στρατεύσιμους) υποβάλλω τα σχετικά δικαιολογητικά στην
αρμόδια στρατιωτική υπηρεσία, ζητώντας μετάθεση, σε μελλοντικό χρόνο, των
στρατιωτικών μου υποχρεώσεων: «έχω σκοπό να συνεχίσω τις σπουδές μου, γι’ αυτό
θα ζητήσω αναβολή λόγω σπουδών»·
- μ’
έχει από αναβολή σ’ αναβολή, αναβάλλει συνεχώς να ανταποκριθεί στις
υποχρεώσεις που έχει απέναντί μου: «είναι να μου δώσει κάτι χρήματα που του
δάνεισα και μ’ έχει από αναβολή σε αναβολή»·
- με πάει
από αναβολή σ’ αναβολή, βλ.
φρ. μ’ έχει από αναβολή σ’ αναβολή·
- με
ρίχνει από αναβολή σ’ αναβολή, βλ. συνηθέστ. μ’ έχει από αναβολή σ’
αναβολή·
- παίρνω
αναβολή, α. (για στρατεύσιμους) αναβάλλω να εκπληρώσω τις
στρατιωτικές μου υποχρεώσεις, ύστερα από τη σχετική έγκριση της αρμόδιας
στρατιωτικής υπηρεσίας: «πήρα αναβολή λόγω σπουδών || πήρε αναβολή λόγω
ψυχολογικών προβλημάτων». β. (για δίκες) πετυχαίνω με διάφορα ένδικα
μέσα να αναβληθεί και να οριστεί σε μελλοντικό χρόνο: «επειδή δεν ήμουν έτοιμος
για τη δίκη, κατάφερε ο δικηγόρος μου και πήρε αναβολή»· βλ. και φρ. πήρε
αναβολή·
-
πήρε αναβολή, λέγεται
για άτομο, ιδίως
ηλικιωμένο, που έπειτα από κάποια ασθένεια ή κάποιο δυστύχημα είναι πάλι καλά
στην υγεία του: «ο παππούς μας πήρε αναβολή, γιατί ανέλαβε πλήρως». Η αναβολή
που υποτίθεται ότι παίρνει, είναι από το θάνατο· βλ. και φρ. παίρνω αναβολή·
- το
πάει από αναβολή σ’ αναβολή, βλ.
φρ. μ’ έχει από αναβολή σ’ αναβολή·
- το
ρίχνει από αναβολή σ’ αναβολή, βλ.
συνηθέστ. μ’ έχει από αναβολή σ’ αναβολή·
-
χωρίς αναβολή, χωρίς
μελλοντική μετάθεση, αμέσως, οπωσδήποτε: «πρέπει να πας, χωρίς αναβολή, να σε
δει ένας γιατρός, γιατί σε βλέπω πολύ χλωμό».