μάγκας,
ο, θηλ. μάγκισσα, η, ουσ.
[<θηλ. η μάγκα (= ενωμοτία άτακτων πολεμιστών) <λατιν. mango (=
σωματέμπορος)]. 1α. άντρας ζόρικος, δύστροπος, με ιδιόμορφη συμπεριφορά,
ντύσιμο, λεξιλόγιο και τρόπο ομιλίας με διάθεση να επιβληθεί στους άλλους
προβάλλοντας τη δύναμη και τον ανδρισμό του: «ήταν ένας κακότροπος μάγκας, που
δεν ήθελε κανένας να κάνει παρέα μαζί του». (Λαϊκό τραγούδι: βρε μάγκα,
σπάσε και πάνε πέρα, δε σε γουστάρω, δε σ’ αγαπώ· άσε τα λούσα και τη φοβέρα κι
εγώ μαζί σου δεν περπατώ).β. ο νταής, ο παλικαράς: «είναι τόσο
μάγκας, που σκέφτεται κανείς για να τα βάλει μαζί του || είναι ο πιο μάγκας της
πιάτσας, γι’ αυτό όλοι θέλουν να τα ’χουν καλά μαζί του». (Λαϊκό τραγούδι: χτες
το βράδυ στην ταβέρνα έπεσε μια καρεκλιά, τσακωθήκανε δυο μάγκες για μια
γκόμινα παλιά). 2.άνθρωπος της πιάτσας, άνθρωπος έξυπνος,
ικανός, έμπειρος στο αλισβερίσι της πιάτσας, καπάτσος, κατεργάρης, καταφερτζής:
«δεν κωλώνει πουθενά αυτός ο άνθρωπος, γιατί είναι μάγκας και βρίσκει πάντα τον
τρόπο να τα βολεύει». (Λαϊκό τραγούδι: έμαθα πως είσαι μάγκας, είσαι
και μερακλής, πως γυρίζεις στις ταβέρνες, είσαι και χασικλής). 3.
άντρας με ήθος, καθώς πρέπει, κιμπάρης: «θέλουν όλοι να κάνουν παρέα μαζί του,
γιατί είναι πολύ μάγκας». (Λαϊκό τραγούδι: οι μάγκες δεν υπάρχουν πια,
τους πάτησε το τρένο). Ισχύει και για γυναίκα: «τα ’χει φτιάξει με μια
γκόμενα, που είναι πολύ μάγκας». (Λαϊκό τραγούδι: άδικα με κουλαντρίζεις,
μπαρμπεράκι μου χρυσό, είμαι μάγκας και κουρνάζα κι όλο θα στην κοπανώ).
4. αυτός που είναι έμπειρος, που έχει την ικανότητα να ξεσκεπάζει τις
πονηριές ή τις απατεωνιές των άλλων: «ο τελωνειακός ήταν μάγκας και κατάλαβε
αμέσως πού είχαν κρυμμένα τα λαθραία». 5α. προσφώνηση σε οικείο άτομο:
«πώς από δω, ρε μάγκα!». (Λαϊκό τραγούδι: κι έτσι μάγκα, με δικάζουν
και οι μαύροι ησυχάζουν // με τα γλυκά ματάκια σου, μάγκισσα,με
μαγεύεις, μου πήρες σκλάβα την καρδιά και όλο με παιδεύεις). β.
λέγεται φιλοφρονητικά και αντί ονόματος, όταν δεν ξέρουμε πώς ονομάζεται το
άτομο στο οποίο απευθυνόμαστε: «ρε μάγκα, πώς θα μπορέσω να πάω σ’ αυτή τη
διεύθυνση;». γ. λέγεται και με υποτιμητική διάθεση: «γιατί, ρε μάγκα,
ενοχλείς την κοπέλα;». (Λαϊκό τραγούδι: τι άλλο θέλεις να σου πω; μάσε τις
καρπαζιές σου και πες του μάγκα σου να ’ρθει να φάει και τις δικές του).
Υποκορ. μαγκάκι, το και μαγκάκος, ο (βλ. λ.). Σπάνια ακούγεται
και μάνγκας, ο.(Ακολουθούν 12 φρ.)·
-
βαρύς μάγκας, βλ. λ. βαρύμαγκας·
-
βερεσέ μάγκας, (στη γλώσσα της αργκό) βλ. φρ. τζάμπα μάγκας·
-
γίνομαι μάγκας, από διάφορες ευνοϊκές συγκυρίες παρουσιάζομαι ως άξιος
είτε το αξίζω είτε όχι: «είναι έξυπνος άνθρωπος κι απ’ τη μέρα που άρχισα να
κάνω παρέα μαζί του έγινα κι εγώ μάγκας»·
-
είμαι μάγκας, έκφραση με την οποία φανερώνουμε την απόλυτη ικανοποίησή
μας για κάτι: «αφού κατάφερα και μπήκα στο δημόσιο, είμαι μάγκας». Συνήθως της
φρ. προτάσσεται το τώρα·
-
και πάλι μάγκας είσαι ή και πάλι μάγκας θα ’σαι, παρ’ όλο που θα
ενεργήσεις με το δυναμικό τρόπο που σου προτείνω, που σου υποδεικνύω, θα
μείνεις με αλώβητη την υπόληψή σου: «αφού βλέπεις πως σου κάνει κακό στη
δουλειά, διώξ’ τον κερατά και πάλι μάγκας είσαι || αφού κάθε τόσο σε προκαλεί
και σου τη βγαίνει στ’ ανάποδο, δώσ’ του ένα χέρι ξύλο και πάλι μάγκας θα
’σαι». (Λαϊκό τραγούδι: αφού είσαι ωραίος και μετράς, γιατί να τη θυμάσαι,
κάν’ την αντικατάσταση και πάλι μάγκας θα ’σαι)·
-
κάνω το μάγκα, α. προσποιούμαι τον έξυπνο, τον έμπειρο στο
αλισβερίσι της πιάτσας, προσποιούμαι τον καπάτσο, τον καταφερτζή: «ήθελε να μου
κάνει το μάγκα, αλλά στο τέλος την πάτησε». β. προσποιούμαι τον νταή,
τον παλικαρά: «δε μ’ άκουγε που του ’λεγα να μη μου κάνει το μάγκα, ώσπου στο τέλος
τον πλάκωσα στο ξύλο κι ησύχασε». (Λαϊκό τραγούδι: έχω τώρα πέντε χρόνια που
’μεινα στη φυλακή, κάποιος μου ’κανε το μάγκα μου ’κανε και τον νταή).
γ. προσποιούμαι τον καθώς πρέπει, τον κιμπάρη: «μας έκανε το μάγκα, αλλά
στο τέλος αποδείχτηκε μεγάλο κουμάσι». δ. προσποιούμαι τον τολμηρό, το
ριψοκίνδυνο: «μην κάνεις το μάγκα, γιατί θα το φας καμιά μέρα το κεφάλι σου»·
-
κάργα μάγκας, (στη γλώσσα της αργκό) ο σκληρός μάγκας, ο βαρύμαγκας.
(Λαϊκό τραγούδι: ρε κάργα μάγκες με τα μπεγλέρια και τον αργιλέ στα
χέρια)·
-
κλάσαν οι μάγκες και βγήκες εσύ, ειρωνική ή υποτιμητική παρατήρηση σε
κάποιον που προσποιείται το μάγκα ή που υποστηρίζει πως είναι μάγκας, ενώ στην
πραγματικότητα είναι το εντελώς αντίθετο·
-
μάγκας του γλυκού νερού, ο ψευτόμαγκας, ο τζάμπα μάγκας: «ξύπνησαν όλοι
οι φλούφληδες κι έγιναν μάγκες του γλυκού νερού». (Λαϊκό τραγούδι: μπορεί να
ζεις στο Κολωνάκι, μα, λαχταράς το μπουζουκάκι. Είσαι το φρούτο του καιρού, ο
μάγκας του γλυκού νερού)·
-
στο μάγκα μαγκιές δεν περνάνε ή στο μάγκα μαγκιές δε χωράνε, ένας
γνήσιος μάγκας δεν ανέχεται ή δε φοβάται την προκλητική συμπεριφορά κάποιου,
γιατί μπορεί να τον αντιμετωπίσει με επιτυχία: «κάτσε στ’ αβγά σου, γιατί στο
μάγκα μαγκιές δεν περνάνε και θα τις μαζέψεις»·
-
τζάμπα μάγκας, (στη γλώσσα της αργκό) αυτός που προσποιείται το μάγκα, ο
ψευτόμαγκας και, κατ’ επέκταση, αυτός που προβάλλει, που προσποιείται πως είναι
κάτι που όμως στην πραγματικότητα δεν είναι: «σε μένα μην κάνεις τον άγριο,
γιατί ξέρω πως είσαι τζάμπα μάγκας». (Λαϊκό τραγούδι: ο μάγκας κάνει το
λεφτά, μα μένει σε παράγκα. Μα το Θεό, δεν έχω δει άλλον πιο τζάμπα μάγκα).
Από το 2004 η φρ. σε χρήση από τους πολιτικούς, ιδίως της αξιωματικής
αντιπολίτευσης·
-
τώνε μαγκών ο μάγκας, (στη γλώσσα της αργκό) ο πιο μάγκας από τους
μάγκες: «συμφωνώ απόλυτα μαζί σου για τη συμπεριφορά του τάδε, γιατί είναι τώνε
μαγκών ο μάγκας». Συνών. πρωτόμαγκας·
-
χάλια μάγκας, άνθρωπος ελεεινός του
υποκόσμου που αναλαμβάνει τις βρόμικες δουλειές, που έναντι ανταλλαγμάτων
αναλαμβάνει να σκοτώσει κάποιον: «ήρθε σ’ επαφή μ’ έναν χάλια μάγκα και τον
πλήρωσε για να σκοτώσει τον βιαστή της αδερφής του».