αναβαλλόμενος,
ο, ουσ. [αρσ.
της μτχ. του ρ. ἀναβάλλομαι]·
- ακούω
τον αναβαλλόμενο, δέχομαι αυστηρές επιπλήξεις, με κατσαδιάζουν για μεγάλο
χρονικό διάστημα: «μόλις γύρισα αργά στο σπίτι, άκουσα τον αναβαλλόμενο από
τους γέρους μου». Συνών. ακούω όσα σέρνει το κάρο / ακούω τα εξ αμάξης /
ακούω τον Απόστολο / ακούω τον εξάψαλμο·
- του
’ψαλε τον αναβαλλόμενο, τον έβρισε χυδαιότατα, τον επέπληξε αυστηρότατα:
«μόλις γύρισε αργά στο σπίτι, του έψαλα τον αναβαλλόμενο». Από παρανόηση της
αρχής τροπαρίου που έπεται σειράς άλλων τροπαρίων μεγάλης διάρκειας και ψάλλεται
τη Μ. Παρασκευή. Πρβλ: σέ τόν ἀναβαλλόμενον φῶς ὡς ἱμάτιον καθελών Ἰωσήφ ἀπό
τοῦ ξύλου… Συνών. του ’συρε όσα σέρνει η σκούπα / του ’συρε όσα σέρνει
το κάρο / του ’συρε τα εξ αμάξης / του ’ψαλε τον Απόστολο / του ’ψαλε τον
εξάψαλμο.