μάγειρας
κ. μάγειρος κ. μάγερας, ο, θηλ.
μαγείρισσα κ. μαγέρισσα, η, ουσ. [<αρχ. μάγειρος], ο μάγειρας· αυτός
που είναι ειδικός ή ικανός στα μαγειρέματα (βλ. λ.): «του ανέθεσαν να συντάξει
τον εκλογικό νόμο, γιατί είναι ο πρώτος μάγειρας του κόμματος»· βλ. και λ.
μαγείρισσα·
-
οι πολλοί μάγειροι χαλούν τη σούπα, όταν
δε διευθύνει ένας, αλλά μπερδεύονται πολλοί ο καθένας με τη γνώμη του, τότε τα
αποτελέσματα δεν είναι καλά, είναι αρνητικά: «αν δεν αναλάβει ένας τη διεύθυνση
της δουλειάς τότε θα πάει κατά διαβόλου, γιατί οι πολλοί μάγειροι χαλούν τη
σούπα». Συνών. όπου λαλούν πολλά κοκόρια, αργεί να ξημερώσει / πολλές μαμές,
στραβό το παιδί·
-
τον κώλο βάζεις μάγειρα; Σκατά σου μαγειρεύει, βλ. λ. κώλος.