μαγαζί,
το, πλ. μαγαζιά κ. μαγαζά,
τα, ουσ. [<βενετ. σπάνιο magazin <ιταλ. magazzino <αραβ. machazin
πλ. του machazan]. 1. εμπορικό κατάστημα: «πρόσφατα άνοιξε ένα μαγαζί
και πουλάει είδη προικός». 2. ταβέρνα, καπηλειό, ιδίως νυχτερινό κέντρο
διασκέδασης: «άνοιξε ένα καινούριο μαγαζί και θα φέρει με τον καιρό όλες τις
φίρμες του πενταγράμμου». (Λαϊκό τραγούδι: λεβεντόπαιδο Αρίστο, μπες στο
μαγαζί και κλείσ’ το). 3. δουλειά ή επιχείρηση, όπου ο καθένας
από αυτούς που απασχολούνται πηγαίνει ανεξέλεγκτα (όπως γίνεται και στο μαγαζί,
στην ταβέρνα). (Λαϊκό τραγούδι: δεν είναι μαγαζί η καρδιά να
μπαινοβγαίνει έτσι απλά, σου λέω). Συνών. καφενείο (2). 4. ως
επιφών. μαγαζί! λέγεται αντί του ονόματος του ιδιοκτήτη ή του υπαλλήλου
εμπορικού ή άλλου καταστήματος, ιδίως καφενείου, είτε επειδή δε γνωρίζουμε το
όνομά του είτε λόγω οικειότητας. Συνών. καφενείο! (3) / κατάστημα! (2). 5.
στον πλ. τα μαγαζιά, η περιοχή εκείνη μιας πόλης, όπου βρίσκονται
συγκεντρωμένα τα εμπορικά καταστήματα, η αγορά: «τ’ απόγευμα πήγα μια βόλτα στα
μαγαζιά». Συνών. κατάστημα (3). Υποκορ. μαγαζάκι, το (βλ. λ.).
(Ακολουθούν 31 φρ.)·
-
αδειάζω το μαγαζί, α. μπαίνω μέσα με τη μέθοδο της διάρρηξης και
το απογυμνώνω από τα εμπορεύματα που έχει, το κατακλέβω: «χτες βράδυ άδειασαν
το γωνιακό μαγαζί με τα ηλεκτρονικά». β. το ξενοικιάζω είτε ως
ιδιοκτήτης είτε ως ενοικιαστής: «τον άλλο μήνα αδειάζω το μαγαζί, γιατί έληξε
το συμβόλαιο»·
-
ανοίγω μαγαζί, ξεκινώ μια επιχείρηση, ιδίως εμπορική: «ανοίγω μαγαζί με
είδη προικός». Συνών. ανοίγω δουλειά (α) / ανοίγω κατάστημα·
-
ανοίγω το μαγαζί, κάνω διάρρηξη: «χτες βράδυ άνοιξαν το μαγαζί του τάδε
και του πήραν όλο το εμπόρευμα»·
-
ανοίγω το μαγαζί μου, αρχίζω να συναλλάσσομαι στο κατάστημά μου με το
καταναλωτικό κοινό, με την πελατεία μου: «κάθε πρωί ανοίγω το μαγαζί μου στις
εννιά»·
-
βγαίνω στα μαγαζιά, επισκέπτομαι τα εμπορικά καταστήματα για να αγοράσω
κάτι, αλλά και για λόγους αναψυχής: «βγήκε στα μαγαζιά, γιατί θέλει ν’ αγοράσει
ένα πουκάμισο κι ένα ζευγάρι παπούτσια || όταν δεν έχει τι να κάνει, παίρνει τις
φιλενάδες της και βγαίνουν στα μαγαζιά να ξεσκάσουν»·
-
γωνία το μαγαζί, βλ. λ. γωνία·
-
δεν είν’ εδώ του μπαμπάς σου το μαγαζί, βλ. λ. μπαμπάς1·
-
δεν είν’ εδώ του παππού σου το μαγαζί, βλ. λ. παππούς·
-
δεν πουλάει το μαγαζί, περιφρονητική άρνηση σε κάποιον να του δώσουμε
αυτό που μας ζητάει, γιατί ήδη μας έχει εκμεταλλευτεί αρκετά: «θα μου δανείσεις
χίλια ευρώ; -Δεν πουλάει το μαγαζί». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το άλλο
ή το πια·
-
έκλεισε το μαγαζί, α. σταμάτησε να λειτουργεί η επιχείρηση λόγω
ωραρίου της αγοράς: «δεν μπορώ να σας δώσω το είδος που θέλετε, γιατί έκλεισε
το μαγαζί». β. χρεοκόπησε η επιχείρηση: «δεν άντεξε στο συναγωνισμό κι
έκλεισε το μαγαζί». Συνών. έκλεισε το κατάστημα·
-
θα το κλείσουμε το μαγαζί, λέγεται ως σχόλιο, στην περίπτωση που σε
κάποιο εργασιακό χώρο οι εργαζόμενοι αδιαφορούν για την εργασία και ο καθένας
κάνει ό,τι θέλει: «πρέπει να βάλουμε μυαλό και να συγκεντρωθούμε στη δουλειά,
γιατί, με την ασυδοσία που επικρατεί, θα το κλείσουμε το μαγαζί». Συνών. θα
το κλείσουμε το κατάστημα·
-
κάθεται το μαγαζί, το εμπορικό κατάστημα ή το νυχτερινό κέντρο
διασκέδασης για το οποίο γίνεται λόγος, δεν παρουσιάζει την παραμικρή εμπορική
κίνηση, δεν έχει καθόλου δουλειά: «έχει ξεπερασμένο εμπόρευμα, γι’ αυτό κάθεται
το μαγαζί || απ’ τη στιγμή που δεν έχει καμιά καλή φίρμα, κάθεται το μαγαζί»·
-
κάθονται τα μαγαζιά, η αγορά γενικά δεν παρουσιάζει εμπορική κίνηση, δε
γίνεται αλισβερίσι: «απ’ τη μια οι απεργίες, απ’ την άλλη οι διαδηλώσεις κι οι
πορείες, πώς να μη κάθονται τα μαγαζιά;»·
-
κάνω καινούριο το μαγαζί ή κάνω το μαγαζί καινούριο, καταστρέφω
τα πάντα στο μαγαζί από νεύρα, θυμό ή οργή: «κάθε φορά που σουρώνει, κάνει το
μαγαζί καινούριο». Συνών. το κάνω θερινό / το κάνω καλοκαιρινό·
-
κατεβαίνω στα μαγαζιά, βλ. φρ. κατεβαίνω στην αγορά·
-
κλείνω το μαγαζί, το καπαρώνω για
κάποιο σκοπό: «ο σύλλογός μας έκλεισε το τάδε μαγαζί για τον ετήσιο χορό του»·
βλ. και φρ. κλείνω το μαγαζί μου·
-
κλείνω το μαγαζί μου, διακόπτω
προσωρινά ή οριστικά τη λειτουργία του: «κάθε μέρα κλείνω το μαγαζί μου στις
οκτώ το βράδυ || έκλεισα το μαγαζί μου, επειδή οι δουλειές δεν πήγαιναν καλά»·
βλ. και φρ. κλείνω το μαγαζί·
-
να το κλείσουν το μαγαζί, λέγεται υποτιμητικά, ως σχόλιο, για
οποιαδήποτε επιχείρηση ή δημόσια υπηρεσία, όπου δεν εξυπηρετούνται οι πελάτες ή
οι πολίτες: «αφού δεν ξέρουν να πουλάνε, να το κλείσουν το μαγαζί || αν για ένα
πιστοποιητικό γεννήσεως περιμένω μισή μέρα, πες τους να το κλείσουν το μαγαζί».
Συνών. να το κλείσουν το κατάστημα·
-
ο μικρός του μαγαζιού, άτομο της παρέας, συνήθως μειωμένης διανοητικής
αντίληψης, που κάνει διάφορες μικροεξυπηρετήσεις: «ευτυχώς στην παρέα μας
έχουμε τον μικρό του μαγαζιού, που τον στέλνουμε για διάφορες ανάγκες μας κι
έτσι δε χαλάμε τ’ αραλίκι μας || πάνε δω, πάνε κει, τι είμαι γω ρε, ο μικρός
του μαγαζιού;». Από το ότι, τουλάχιστον παλιότερα, στα διάφορα μαγαζιά, ιδίως
στα καφενεία, εκτός από το γκαρσόνι, διέθεταν και ένα παιδί που, εκτός από τη
βοήθεια που προσέφερε στο γκαρσόνι, εξυπηρετούσε τους πελάτες αγοράζοντάς τους
τσιγάρα από το περίπτερο ή μεταφέροντας μηνύματα ή διάφορα ψώνια στο σπίτι
τους. Συνών. ο μικρός του καταστήματος / ο μικρός του καφενείου· βλ. και
λ. μικρός (4)·
-
σηκώνω το μαγαζί, μπαίνω μέσα με τη μέθοδο της διάρρηξης και το
απογυμνώνω από τα εμπορεύματα που έχει, το κατακλέβω: «χτες βράδυ σήκωσαν το
μαγαζί το τάδε»·
-
σήκωσε όλο το μαγαζί, αγόρασε πάρα πολλά είδη από ένα μαγαζί: «μόλις
πήρε το μισθό του, πήγε στο σούπερ μάρκετ και σήκωσε όλο το μαγαζί»·
-
στήνω μαγαζί, δημιουργώ κάποια εμπορική επιχείρηση: «έστησε ένα μαγαζί
με καλλυντικά μέσα στην αγορά και δουλεύει μια χαρά»·
-
τα μαγαζιά σου είναι ανοιχτά, είναι ξεκούμπωτα τα μπροστινά κουμπιά ή το
φερμουάρ του παντελονιού σου. Λέγεται με ειρωνική διάθεση, αλλά και
συνθηματικά, όταν στην παρέα βρίσκονται γυναίκες, για να μη νιώσει άσχημα ο
άντρας στον οποίο απευθυνόμαστε. Λέγεται και σε γυναίκες, από τον καιρό που
άρχισαν να φορούν παντελόνια·
-
τι είν’ εδώ, του μπαμπά σου το μαγαζί; βλ. λ. μπαμπάς1·
-
τι είν’ εδώ, του παππού σου το μαγαζί; βλ. λ. παππούς·
-
τι το πέρασες εδώ, του μπαμπά σου το μαγαζί; βλ. λ. μπαμπάς1·
-
τι το πέρασες εδώ, του παππού σου το μαγαζί; βλ. λ. παππούς·
-
το παιδί του μαγαζιού, βλ. λ. ο μικρός του μαγαζιού·
-
τον βγάζω απ’ το μαγαζί, του κάνω έξωση: «τον άλλο μήνα τον βγάζω απ’ το
μαγαζί, γιατί είναι κακοπληρωτής»·
-
του άδειασαν το μαγαζί, του έκλεψαν το εμπόρευμα που είχε στο μαγαζί
του, αφού μπήκαν μέσα με τη μέθοδο της διάρρηξης: «χτες βράδυ χτύπησε πάλι η
γνωστή σπείρα και του άδειασαν το μαγαζί»·
-
του άνοιξαν το μαγαζί, μπήκαν μέσα με τη μέθοδο της διάρρηξης για να
κλέψουν: «χτες βράδυ του άνοιξαν το μαγαζί και επειδή δε βρήκαν πράγματα αξίας,
έφυγαν»·
-
χτυπώ το μαγαζί, κάνω διάρρηξη: «χτες βράδυ χτύπησαν το μαγαζί με τα
ηλεκτρονικά».