αμφιβολία,
η, ουσ.
[<αρχ. ἀμφιβολία], η αμφιβολία·
- δε
χωράει αμφιβολία, βλ. φρ. χωρίς αμφιβολία·
- δεν
υπάρχει αμφιβολία, βλ.
φρ. χωρίς αμφιβολία·
-
δίχως αμφιβολία, βλ.
φρ. χωρίς αμφιβολία·
- έξω
από κάθε αμφιβολία, βλ.
φρ. χωρίς αμφιβολία·
-
πέρα από κάθε αμφιβολία, βλ.
φρ. χωρίς αμφιβολία·
-
χωρίς αμφιβολία, έκφραση
μεγάλης βεβαιότητας, σιγουριάς για κάτι, σίγουρα, αναμφίβολα: «χωρίς αμφιβολία,
θεωρώ πως αυτός είναι ο ένοχος». Πολλές φορές, μετά το χωρίς ακούγεται
το καμιά ή το καμία.