μα,
το κ. μάκια, τα, άκλ. ουσ. [νηπιακή
λ.], (στη νηπιακή γλώσσα) το φιλί. (Τραγούδι: μάκια μάκια
μάκια μάκια στα χειλάκια στα λαιμάκια)· βλ. και μάκια·
-
θέλω μα ή θέλω μάκια, θέλω να με φιλήσει κάποιος: «μαμά θέλω μα ||
παιδάκι μου θέλεις μάκια;»·
-
κάνω μα ή κάνω μάκια, φιλώ κάποιον: «έλα να το κάνω μα το παιδάκι
μου || θέλει το παιδάκι μου να το κάνω μάκια;».