μα1,
σύνδ. αντιθετ. [<ιταλ. ma], μα. 1.
αλλά, όμως: «θέλω πάρα πολύ να ’ρθω, μα δεν μπορώ». 2. στην αρχή φρ. ως
μόριο δηλωτικό αμφιβολίας, αμφισβήτησης, απορίας, έκπληξης: «μα θα ’ναι τέτοια
ώρα εκεί! || μα τι λόγια είναι αυτά που λες!». 3. έχει επιτατική σημασία
σε αρνητική συνήθως πρόταση: «δε δουλεύει τίποτε μα τίποτε σ’ αυτόν τον
οργανισμό || δε με βοήθησε κανένας μα κανένας όταν είχα ανάγκη», τίποτε
απολύτως, κανένας απολύτως. 4. ακολουθούμενο από το τι και
επανάληψη της προηγούμενης λ. δηλώνει σε επιφωνηματική χρήση θαυμασμό ή
ικανοποίηση: «αγόρασε ένα αυτοκίνητο, μα τι αυτοκίνητο! || είδα ένα κότερο, μα
τι κότερο!». 5. σε περιπτώσεις συμβουλών ή προτροπών που δεν επιδέχονται
αντίρρηση: «πρέπει να δυναμώσει πάλι ο οργανισμός σου, γι’ αυτό, μα ένα πιάτο
σου βάλουν μα δυο πιάτα σου βάλουν θα τα φας || τώρα που φεύγεις στο εξωτερικό
πρέπει ν’ αποχαιρετήσεις τους φίλους σου· μα πέντε είναι μα έξι είναι πρέπει να
τους αποχαιρετήσεις», όση ποσότητα και αν σου βάλουν, όσοι και αν είναι·
-
δεν έχει μα και ξεμά, βλ. φρ. μα (και) ξεμά δεν έχει·
-
μα είναι δυνατό(ν)! βλ. λ. δυνατό·
-
μα ( και) ξεμά δεν έχει, κατηγορηματική έκφραση με την οποία αποκρούει
κανείς αμφιβολία, αμφισβήτηση ή αντίρρηση από κάποιον που προσπαθεί να
αντιδράσει σε κάποια απόφαση ή διαταγή μας με το μα: «μα θα μπορέσουμε
ν’ ανταποκριθούμε στα έξοδα; -Μα και ξεμά δεν έχει, τα πράγματα θα γίνουν όπως
θέλω εγώ || μα δεν είναι σωστό να τον ξυπνήσουμε τέτοια ώρα. -Μα και ξεμά δεν
έχει, γιατί θέλω να τον ρωτήσω κάτι»·
-
μα τι στο καλό! βλ. λ. καλός.