λωλός,
-ή, -ό, επίθ.
[<μσν. λωλός < αρχ. ὀλολώς, μτχ. του ρ. ὄλλυμαι]. 1. που δε στέκει
καλά στα μυαλά του, που είναι ανόητος, τρελός, παλαβός, απερίσκεπτος: «δε δίνει
κανείς βάση στα λεγόμενά του, γιατί είναι λωλός ο άνθρωπος». 2. που έχει
ξελογιαστεί, που έχει χάσει το μυαλό του από ερωτικό πάθος: «απ’ τη μέρα που
γνώρισε την τάδε, είναι λωλός μαζί της». (Λαϊκό τραγούδι: φέρτε πρέζα να
πρεζάρω και χασίσι να φουμάρω. Μ’ έχει λωλό το Ερινάκι με το μουσμουλί
γοβάκι)·
- είπαμε
του λωλού να κλάσει κι έβγαλε τον κώλο του, βλ. λ. κλάνω·
- ο
λωλός κουδούνια έχει, μοναχός του τα λαλάει, ο ανόητος άνθρωπος με τη
συμπεριφορά του προβάλλει χωρίς να καταλαβαίνει την ανοησία του: «ό,τι βλακεία
σκέφτεται την κάνει στη στιγμή, γιατί ο λωλός κουδούνια έχει, μοναχός του τα
λαλάει»·
- όλοι
είμαστε λωλοί, ποιος ολίγο, ποιος πολύ, ο καθένας λίγο πολύ έχει τις
ιδιοτροπίες του, τις παραξενιές του: «κανένας μας δεν είναι τέλειος γιατί, όλοι
είμαστε λωλοί, ποιος ολίγο, ποιος πολύ».