λώλα,
η, ουσ.
[<λωλός], η τρέλα: «έχει μια λώλα, που δε γίνεται καλά με τίποτα»· βλ. και
λ. λωλένγκω·
- είναι
λώλα, (και για τα δυο φύλα) είναι τρελός, απερίσκεπτος, ανόητος: «μη δίνεις
βάση στα λόγια του, γιατί είναι λώλα ο άνθρωπος»·
- περάσαμε
λώλα, περάσαμε πάρα πολύ ωραία, πάρα πολύ ευχάριστα, πάρα πολύ όμορφα:
«στην εκδρομή που πήγαμε περάσαμε λώλα»·
- την
έκανα λώλα, α. (στη νεοαργκό) θύμωσα πάρα πολύ, εξοργίστηκα,
εξαγριώθηκα και αντέδρασα βίαια : «μόλις τον άκουσα να βρίζει τη μάνα μου, την
έκανα λώλα και τον έσπασα στο ξύλο». Συνών. άναψαν τα λαμπάκια μου / τα πήρα
στο εθνόσημο / τα πήρα στο κεφάλι / τα πήρα στο κρανίο / τα πήρα στο φάρο / τα
πήρα στον εγκέφαλο / την έκανα κρίση / την έκανα λάμπα / την έκανα λαχείο (α) /
την έκανα τζαζ (α) / την έκανα τζαζ μπαντ. β. αισθάνομαι υπερβολική
ευχαρίστηση, υπερβολική ικανοποίηση: «την κάνω λώλα, κάθε φορά που βγαίνω έξω
μ’ αυτόν τον άνθρωπο!». Συνών. την έκανα λαχείο (β) / την έκανα τζαζ (β).