λυχνάρι,
το, ουσ.
[<μσν. λυχνάριν <αρχ. λύχνος], το λυχνάρι·
-
άναψε το κερί, να δεις το λυχνάρι, λέγεται
ειρωνικά για όσους δεν μπορούν να καταλάβουν τα αυτονόητα: «χωρίς νερό δεν
μπορεί να ζήσει ο άνθρωπος, έτσι δεν είναι; -Άναψε το κερί, να δεις το λυχνάρι»·
- το
λυχνάρι του Αλαντίν, λυχνάρι
που έχει μαγικές ιδιότητες (σύμφωνα με τα παραμύθια της Χαλιμάς): «απ’ τη μια
μέρα στην άλλη έγινε πάμπλουτος, λες κι έχει το λυχνάρι του Αλαντίν».