λύπη,
η, ουσ. [<
αρχ. λύπη], η λύπη·
- με
λύπη μου, λέγεται στην περίπτωση που πρόκειται να αναγγείλουμε σε κάποιον
κάτι δυσάρεστο ή να εκφράσουμε το αρνητικό μας συναίσθημα που νιώθουμε για
κάποιον ή για κάτι: «με λύπη μου θέλω να σας πληροφορήσω πως ο γιος σας έχει
μπλέξει με τα ναρκωτικά || με λύπη μου σου ανακοινώνω πως πήρες μετάθεση για
την επαρχία || με λύπη μου σου ανακοινώνω πως πάνω στο σταθμευμένο αυτοκίνητό
σου έπεσε ένα φορτηγό»·
-
μέρας χαρά και χρόνου λύπη, βλ. λ. χαρά·
- μετά
λύπης μου, βλ. φρ. με λύπη μου·
- μοιρασμένη
λύπη, μισή λύπη, όταν εκμυστηρευτεί κανείς τη λύπη του σε κάποιον, νιώθει
να μετριάζεται: «πες μου τη στενοχώρια σου να ξελαφρώσεις, γιατί μοιρασμένη
λύπη, μισή λύπη»·
- πνίγω
τη λύπη (μου), πιέζω τον εαυτό μου να μη γίνει φανερή η λύπη που νιώθω:
«έπνιξε τη λύπη του και χαμογέλασε, σαν να μη συνέβαινε τίποτα». (Λαϊκό
τραγούδι: πνίξε τη λύπη παλικάρι, πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι)·
- προς
μεγάλη μου λύπη, βλ. φρ. με λύπη μου·
- της
Κυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη, βλ. λ. Κυριακή.