λυπάμαι,
ρ. [<λυπώ
<αρχ. λυπῶ], λυπάμαι·
- είναι
(για) να τον λυπάσαι ή είναι (για) να τον λυπάται κανείς, είναι
αξιολύπητος: «μετά το θάνατο του πατέρα του είναι για να τον λυπάσαι || απ’ τη
μέρα που έμπλεξε με τα ναρκωτικά, είναι για να τον λυπάται κανείς»·
- κάλλιο
να σε ζηλεύουν παρά να σε λυπούνται, βλ. λ. ζηλεύω·
- λυπάμαι
για λογαριασμό σου! βλ. λ. λογαριασμός·
-
τους πέντε μήνες θλίβεται και τους επτά λυπάται, βλ. λ. μήνα.