λόχος,
ο, ουσ.
[<αρχ. λόχος <λέχομαι (= πλαγιάζω)], ο λόχος. 1. αρκετός αριθμός
ανθρώπων: «εγώ του ’πα να ’ρθει με κάνα δυο φίλους του κι αυτός κουβάλησε
ολόκληρο λόχο». 2. ως επιφών. λόχος! λέγεται τη στιγμή, που
εισβάλλουμε σε ένα χώρο, όπου είναι συγκεντρωμένη η παρέα μας και είναι ένας
τρόπος, για να κάνουμε πανηγυρικά αισθητή την παρουσία μας. Στη στρατιωτική
γλώσσα ακολουθεί συνήθως το παράγγελμα προσοχή(!)·
- η
μάνα του λόχου, βλ. λ. μάνα·
- την
πέρασε ολόκληρος λόχος, (για γυναίκες) έχει υποστεί τη σεξουαλική πράξη από
πολλούς άντρες: «αυτή ισχυρίζεται πως δε γνώρισε πολλούς άντρες, αλλά, απ’ ό,τι
ξέρω, την πέρασε ολόκληρος λόχος».