λουφ,
άκλ.
[<γερμαν. luft], η αποτυχία σχεδόν εξ επαφής να
χτυπήσει κανείς κάτι με το χέρι ή το πόδι του·
- κάνω
λουφ, α. αποτυχαίνω, σχεδόν εξ επαφής, να χτυπήσω κάτι με το χέρι
μου και χτυπώ τον αέρα. Η φρ. ιδίως εύχρ. στο παιδικό παιχνίδι τσιλίκι (βλ. λ.). β. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) αποτυχαίνω, σχεδόν εξ επαφής να
χτυπήσω την μπάλα με το πόδι μου και χτυπώ τον αέρα: «ήταν μοναχός του μπροστά
σε άδεια εστία κι αντί να στείλει την μπάλα στα δίχτυα έκανε λουφ»·
- λουφ
δικό μου, έκφραση, ιδίως εύχρ. στο παιδικό παιχνίδι τσιλίκι, όταν ο
παίχτης που αποτυχαίνει να χτυπήσει το τσιλίκι, δε χάνει τη σειρά του, αλλά
επιχειρεί νέα προσπάθεια.