λουτρό,
το κ.
λουτρός, ο, ουσ. [<αρχ. λουτρόν], το λουτρό. 1. χώρος, ιδίως
κλειστός, που είναι πάρα πολύ θερμός: «ανοίξτε και κανένα παράθυρο, γιατί έγινε
λουτρό το δωμάτιο». 2. στον πλ. τα λουτρά, οι ιαματικές πηγές:
«κάθε καλοκαίρι πηγαίνει για μερικές μέρες στα λουτρά του Λαγκαδά»·
- αφήνω
στα κρύα του λουτρού (κάποιον), βλ. φρ. παρατώ στα κρύα του λουτρού·
- λουτρό
αίματος, μεγάλη αιματοχυσία: «η μάχη εξελίχθηκε σε λουτρό αίματος || η
βομβιστική ενέργεια προξένησε λουτρό αίματος»·
- μένω
στα κρύα του λουτρού, α. αποτυχαίνω να πάρω μέρος σε μια
δραστηριότητα ή υπόθεση που με ενδιαφέρει και που συνεχίζεται από άλλους, χωρίς
τη δική μου συμμετοχή: «δε φταίει κανένας, εγώ φταίω που άργησα να δηλώσω
συμμετοχή κι έμεινα στα κρύα του λουτρού». β. μένω ανικανοποίητος
σεξουαλικά, γιατί την τελευταία στιγμή με εγκαταλείπει ο ερωτικός μου
σύντροφος: «αφού μ’ άναψε πρώτα καλά καλά, σηκώθηκε κι έφυγε κι έμεινα στα κρύα
του λουτρού». γ. (γενικά) διαψεύδονται οι ελπίδες μου, οι προσδοκίες
μου: «ήμουν σίγουρος πως θα την έπαιρνα αυτή τη θέση, αλλά στο τέλος έμεινα στα
κρύα του λουτρού»·
- παίρνω
το λουτρό μου, κάνω μπάνιο, λούζομαι: «δεν μπορεί να έρθει αυτή τη στιγμή
στο τηλέφωνο, γιατί παίρνει το λουτρό του»·
- παρατώ
στα κρύα του λουτρού (κάποιον), α. εγκαταλείπω κάποιον με
ανεκπλήρωτες τις επιθυμίες του, διαψεύδω τις προσδοκίες που διατηρούσε κάποιος
ότι θα αποκόμιζε κέρδη ή άλλα ωφελήματα, που του είχα προηγουμένως υποσχεθεί:
«κι ενώ μου ’χε υποσχεθεί ένα σωρό πράγματα, αν του τέλειωνα τη δουλειά, στο
τέλος με παράτησε στα κρύα του λουτρού». β. εγκαταλείπω τον ερωτικό μου
σύντροφο τη στιγμή που είναι να ολοκληρώσω μαζί του την ερωτική πράξη: «μόλις
τη ζαχάρωσα καλά κι ήταν έτοιμη να μου πει το ναι, την παράτησα στα κρύα του
λουτρού κι έφυγα». γ. (γενικά) εγκαταλείπω κάποιον με ανεκπλήρωτες τις
υποσχέσεις μου, διαψεύδω τις ελπίδες, τις προσδοκίες κάποιου. (Τραγούδι: και
όταν με παράτησες στα κρύα του λουτρού, δεν πήγα σε ψυχίατρο, δεν πήγα
σε χαρτού).