λούσο,
το, ουσ.
[<ιταλ. lusso]. 1. συνήθως στον πλ. τα λούσα, προσεγμένη και
πολυτελής περιβολή, ενδυμασία. 2. (γενικά) ό,τι χαρακτηρίζεται από
πολυτέλεια. (Λαϊκό τραγούδι: δε θέλω πλούτη να μου δώσεις και παλάτια, δε
θέλω λούσα, όπως σ’ άλλες που γυρνάς)·
- άσ’
τα λούσα! α. προτροπή σε κάποιον να συμπεριφέρεται φυσικά και όχι
προσποιητά: «εκεί που θα πάμε, θα βρίσκονται όλο σοβαροί άνθρωποι, γι’ αυτό άσ’
τα λούσα!». (Λαϊκό τραγούδι: βρε μάγκα, σπάσε και κάνε πέρα, δε σε γουστάρω,
δε σ’ αγαπώ· άσε τα λούσα και τη φοβέρα κι εγώ μαζί σου δεν περπατώ).
β. προτροπή σε κάποιον να περιορίσει τα έξοδά του, γιατί τα οικονομικά
του δεν πηγαίνουν καλά: «υπάρχει μεγάλη αναδουλειά, γι’ αυτό άσ’ τα λούσα και
πρόσεχε καλά τι ξοδεύεις!»· βλ. και φρ. να σου λείπουν τα λούσα!·
-
κάνω λούσα, φορώ
πολυτελή ρούχα ή ακριβά κοσμήματα: «αυτή η γυναίκα ξεχωρίζει αμέσως απ’ τα
λούσα που κάνει»·
- λούσο
και κακό! θαυμαστική έκφραση, όταν βλέπουμε κάποιον, ιδίως γυναίκα, να
είναι πολύ κομψά ντυμένη, ή όταν αναφερόμαστε σε πολύ πολυτελές περιβάλλον:
«ήρθε στο χορό με μια γκόμενα όλο λούσο και κακό! || ήταν ένα τεράστιο διαμέρισμα
και να δεις εσύ λούσο και κακό!»·
- να
σου λείπουν τα λούσα! είσαι γελασμένος, αν πιστεύεις πως τα πράγματα θα
γίνουν έτσι όπως τα θέλεις ή όπως σε συμφέρουν: «μόλις τελειώσουμε τη δουλειά,
θα πάρουμε τα λεφτά και θα πάμε να το κάψουμε στα μπουζούκια. -Να σου λείπουν
τα λούσα!»· βλ. και φρ. άσ’ τα λούσα!·
- τι
τα ’θελα τα λούσα! έκφραση απογοήτευσης ατόμου που καταπιάστηκε ή
ασχολήθηκε με δουλειές ή υποθέσεις που ήταν πάνω από τις δυνατότητές του και
που, ενώ είχε την εντύπωση πως θα ωφεληθεί, τελικά ζημιώθηκε: «καλά είχα το
μαγαζάκι μου και τα κονομούσα, τι τα ’θελα τα λούσα και μπλέχτηκα με
επιχειρήσεις που δεν ήξερα πού βγάζουν!». Πρβλ.: βρε μάγκα σπάσε και πάνε
πέρα, δε σε γουστάρω, δε σ’ αγαπώ, άσε τα λούσα και τη φοβέρα κι εγώ μαζί σου
δεν περπατώ (Λαϊκό τραγούδι). Συνών. τι τα ’θελα τα μπικουτί! / τι την
ήθελα τη μιζαμπλί! / τι την ήθελα την περμανάντ(!)·
- τον
έφαγαν τα λούσα, τον κατάστρεψε οικονομικά η τάση που είχε να ζει πλούσια
ζωή: «κάποτε είχε μια σοβαρή επιχείρηση, αλλά τον έφαγαν τα λούσα και τώρα τη
βγάζει με ψωμί κι ελιά».