άμυαλος,
-η, -ο, επίθ.
[<α- στερητ. + μυαλό]. 1. που είναι μειωμένης πνευματικής αντίληψης:
«από έναν άμυαλο μόνο βλακείες μπορεί κανείς να περιμένει». 2. που δεν
έχει μυαλό, που είναι απερίσκεπτος, ριψοκίνδυνος: «σ’ αυτό το εγχείρημα μόνο
ένας άμυαλος σαν και σένα μπορούσε να προβεί». (Λαϊκό τραγούδι: μου είπανε
στο σπίτι σου να μην ξαναπατήσω, γιατί ’μαι, λέει, άμυαλος και θα σε
τυραννήσω // γιατί το δρόμο σου ν’ αλλάξεις για δυο στολίδια, άμυαλη, τρελή,
και το στεφάνι σου να το πετάξεις, να γίνεις στη ζωή αμαρτωλή;)·
- άμυαλος
βρακί εφόρει, κάθε πάτημα το θώρει, βλ. συνηθέστ. καινούριο κοσκινάκι
μου και πού να σε κρεμάσω, λ. κοσκινάκι·
- ψηλός
και άμυαλος, συνηθισμένος ειρωνικός χαρακτηρισμός πολύ ψηλού ανθρώπου:
«ψηλός κι άμυαλος, που λένε, πώς να μην την κάνεις τη βλακεία!».