λουλάκι,
το, ουσ.
[<μσν. λουλάκιον < αραβ. lilak], έντονα γαλάζια χρωστική ουσία που
χρησιμοποιείται ιδίως στην πλύση λευκών ρούχων: «κάποτε οι νοικοκυρές
χρησιμοποιούσαν στην πλύση μόνο το λουλάκι, ενώ σήμερα κυκλοφορούν ένα σωρό
απορρυπαντικά»·
- δεν
τρώω λουλάκι ή δεν τρώμε λουλάκι, δεν είμαι αφελής, ευκολόπιστος,
δεν είναι ανόητος, κουτός, βλάκας: «νόμισε πως μπορούσε να με ξεγελάσει, αλλά
δεν ήξερε πως εγώ δεν τρώω λουλάκι». Από το ότι, όταν παλιότερα ήθελαν να
γελοιοποιήσουν ένα άτομο, πετούσαν στο πρόσωπό του λουλάκι, κίνηση παρόμοια με
το γιαούρτωμα. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Για συνών.
βλ. φρ. δεν τρώω κουτόχορτο ή δεν τρώμε κουτόχορτο, λ. κουτόχορτο·
- τρώει
λουλάκι, είναι αφελής, ευκολόπιστος, είναι ανόητος, κουτός, βλάκας: «αφού
τρώει λουλάκι, όλοι θα τον ξεγελούν και θα τον κοροϊδεύουν». Για συνών. βλ. φρ.
τρώει κουτόχορτο, λ. κουτόχορτο.