λούκι,
το, ουσ.
[<τουρκ. oluk]. 1. ο νεροσωλήνας, η υδρορροή: «άλλαξε όλα τα λούκια
της στέγης, γιατί σάπισαν». 2. (για υγρά) λέγεται για να δηλώσει συνεχή
ροή, καθώς και την κοίτη που δημιουργείται από τη ροή αυτή: «έσπασαν οι σωλήνες
της ύδρευσης και τα νερά έκαναν λούκι μέχρι να φτάσουν στον υπόνομο». (Λαϊκό
τραγούδι: κι αν η μοίρα μας ταράζει στα χαστούκια κι αν στα μάγουλα το δάκρυ
κάνει λούκια). 3. σύμπτωση πολλών δύσκολων καταστάσεων που
επαναλαμβάνονται. (Τραγούδι: μπανάκι μανάκι, κουράγιο και τελειώνουνε τα
λούκια,μανάκι)·
- είμαι
σε λούκι ή είμαι στο λούκι, βλ. φρ. περνώ λούκι·
- είναι
λούκι η δουλειά ή η δουλειά είναι λούκι, βλ. λ. δουλειά·
- μπαίνω
σε κακό λούκι, αντιμετωπίζω πολύ δύσκολη κατάσταση ή κατάσταση που μπορεί
να αποβεί σε βάρος μου με οδυνηρές επιπτώσεις: «μπήκα σε κακό λούκι με τη
δουλειά που ανέλαβα, γιατί έχω συνεχώς προβλήματα || ο γιατρός είδε κάτι σκιές
στα πνευμόνια μου και μου φαίνεται πως μπήκα σε κακό λούκι»·
- μπαίνω
στο λούκι, α. προσαρμόζομαι στην κατάσταση που επικρατεί, αν και δε
μου είναι αρεστή, συμβιβάζομαι με την κατάσταση που επικρατεί: «αφού η
οικονομία δεν πάει καλά, μπήκα κι εγώ στο λούκι και κάνω οικονομίες». β.
αντιμετωπίζω δυσκολίες, στενοχώριες, βάσανα: «τον παντρέψαμε κι αυτόν, για να
μη μείνει γεροντοπαλίκαρο, και μπήκε στο λούκι»·
- ξεβουλώνω
τα λούκια, επιβάλλω στη σεξουαλική πράξη, ιδίως έπειτα από πολύ καιρό
αναγκαστικής αποχής: «η πρώτη του δουλειά, μόλις βγήκε απ’ τη φυλακή, ήταν να
πάει να ξεβουλώσει τα λούκια». Από παρομοίωση του πέους με το λούκι·
- περνώ
λούκι, περνώ δύσκολες καταστάσεις που επαναλαμβάνονται: «τον τελευταίο
καιρό περνώ τέτοιο λούκι, που δε με πιάνει ύπνος»·
- περνώ
χοντρό λούκι, περνώ πολύ δύσκολες καταστάσεις που επαναλαμβάνονται: «τον
τελευταίο καιρό δεν πάνε καθόλου καλά οι δουλειές μου, γι’ αυτό περνώ χοντρό
λούκι». Συνών. περνώ χοντρά γαζιά / περνώ χοντρά λέκια·
- πέφτω
σε λούκι, αντιμετωπίζω δύσκολη κατάσταση: «έπεσα σ’ ένα λούκι και δεν ξέρω
πώς θα ξεμπλέξω»·
- πέφτω
σε χοντρό λούκι, αντιμετωπίζω πολύ δύσκολη κατάσταση: «έχω πέσει σε χοντρό
λούκι με τη δουλειά κι έχω χάσει τον ύπνο μου»·
- τον
βάζω σε λούκι ή τον βάζω στο λούκι, τον αναγκάζω να επαναλαμβάνει
κάτι δυσάρεστο γι’ αυτόν: «απ’ τη μέρα που του ’μαθε τα ναρκωτικά ο
παλιοαλήτης, τον έβαλε στο λούκι».