λουκέτο,
το, ουσ.
[<ιταλ. louccheto < αρχ. γερμαν. lok], το λουκέτο·
- βάζω
λουκέτο, α. κλείνω οριστικά μια δουλειά ή επιχείρηση, πέφτω έξω,
χρεοκοπώ: «δεν είχε το μυαλό του στη δουλειά, γι’ αυτό κι έβαλε λουκέτο». β.
διακόπτω προσωρινά τη λειτουργία ενός μαγαζιού, μιας επιχείρησης: «η Αστυνομία
έβαλε λουκέτο στο μαγαζί, γιατί δεν πληρούσε τους όρους ασφαλείας»·
- βάλε
λουκέτο (ενν. στο στόμα σου), (απειλητικά ή συμβουλευτικά) πάψε να μιλάς,
μη μιλάς: «βάλε λουκέτο, ρε παιδάκι μου, γιατί μας πήρες το κεφάλι με την
πολυλογία σου! || βάλε λουκέτο, όταν μιλάει αυτός ο άνθρωπος, γιατί ξέρει πιο
πολλά από σένα»·
- έχει
λουκέτο στο στόμα του, δεν ανοίγει το στόμα του να μιλήσει, δε μιλάει
καθόλου: «δεν έχω ακούσει ακόμη τη φωνή του, γιατί έχει λουκέτο στο στόμα του»·
- μπήκε
λουκέτο, (για μαγαζιά ή επιχειρήσεις) έκλεισε οριστικά, χρεοκόπησε: «ήταν
μεγάλη επιχείρηση, αλλά από διάφορους κακούς χειρισμούς μπήκε λουκέτο»·
- πάω
για λουκέτο, οδηγούμαι σε χρεοκοπία: «πώς να μην πάει για λουκέτο, αφού
έχει συνέχεια το μυαλό στα γλέντια και στα ξενύχτια;».