λόρδα,
η, ουσ.
[<ίσως από το αρχ. λορδῶ (= τεντώνομαι προς τα εμπρός)], η υπερβολική πείνα:
«έχω να φάω δυο μέρες και δεν αντέχω άλλο αυτή τη λόρδα»·
- έχω
λόρδα ή έχω μια λόρδα! βλ. φρ. έχω λόρδες·
- έχω
λόρδες ή έχω κάτι λόρδες! πεινώ υπερβολικά: «βάλε μου να φάω, γιατί
έχω κάτι λόρδες!»·
- μ’
έκοψε (η) λόρδα, πείνασα υπερβολικά: «όλη τη μέρα δούλευα νηστικός και τώρα
μ’ έκοψε η λόρδα»·
- μ’
έπιασε (η) λόρδα, βλ. φρ. μ’ έκοψε (η) λόρδα·
- παίζει
λόρδα ή παίζει
μια λόρδα! (ενν. η κοιλιά μου), πεινώ υπερβολικά: «έχω να φάω από χτες και
τώρα παίζει μια λόρδα!».