λόγου
κ. ελόγου,
του, [γεν. του ουσ. λόγος], συνοδευόμενο πάντα με τις κτητ. αντων. μου,
σου, του, της, μας, σας, τους, λέγεται με ειρωνική ή επιθετική διάθεση αντί
για τις προσωπικές αντωνυμίες εγώ, εσύ, αυτός κ.λπ.: «ήρθε πρωί πρωί του
λόγου του και μ’ έκανε άνω κάτω || ποιος είσαι του λόγου σου που θα μου πεις τι
θα κάνω;». (Λαϊκό τραγούδι: κι ελόγου τους κι ελόγου μου μου
κλείσανε το δρόμο μου και μου αντισταθήκαν, μα όμως δε ρωτήξανε το Σταύρακα πως
θίξανε και στραπατσαριστήκαν). (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- ανύπαντρος
συμπέθερος για λόγου του γυρεύει, βλ. λ. ανύπαντρος·
- από
λόγου μου (σου, του, της κ.λπ), από μόνος μου (σου, του, της κ.λπ):
«ενήργησα από λόγου μου»·
- για
λόγου μου (σου, του, της κ.λπ.), για μένα (για σένα, για κείνον, για κείνη
κ.λπ): «αυτό θα το πάρω για λόγου μου κι αυτό για λόγου της»·
- ζωή
σε λόγου μας! βλ. λ. ζωή·
- ζωή
σε λόγου σας! βλ. λ. ζωή·
- καλή
’σαι και του λόγου σου! όπου το καλή, έχει εντελώς αντίθετη έννοια
και δηλώνει δυσφορία για τα λόγια ή τις ενέργειες κάποιας σε βάρος μας: «καλή
’σαι και του λόγου σου που με κατηγόρησες στη γυναίκα μου!»·
- καλό
κουμάσι και του λόγου σου! βλ. λ. κουμάσι·
- καλός
είσαι και του λόγου σου! όπου το καλός, έχει εντελώς αντίθετη έννοια
και δηλώνει δυσφορία για τα λόγια ή τις ενέργειες κάποιου σε βάρος μας: «καλός
είσαι και του λόγου σου που δε με υπερασπίστηκες!»·
- καλός
μαλάκας και του λόγου σου! βλ. λ. μαλάκας·
- μακριά
από λόγου μας! βλ. λ. μακριά·
- τι
μέρος του λόγου είναι; βλ. λ. μέρος.