λογική,
η, ουσ.
[<αρχ. λογική, θηλ. του επιθ. λογικός], η λογική· ο τρόπος με τον οποίο
σκέφτεται κάποιος: «δεν μπορώ να καταλάβω τη λογική αυτού του ανθρώπου»·
- έχει
τετράγωνη λογική, έχει την ικανότητα να κρίνει πολύ σωστά, είναι πολύ
λογικός: «πάντα ζητώ τη γνώμη αυτού του ανθρώπου, γιατί έχει τετράγωνη λογική»·
- η
απλή λογική, βλ. συνηθέστ. η κοινή λογική·
- η
κοινή λογική, ο
συνηθισμένος και αποδεκτός από όλους τρόπος σκέψης, ο κοινός νους: «η κοινή
λογική λέει, πως πρέπει ν’ απλώνεις τα πόδια σου μέχρι εκεί που φτάνει το
πάπλωμα»·
- η
ψυχρή λογική, τρόπος σκέψης που δεν επηρεάζεται από το συναίσθημα: «ένας
έμπορος πρέπει να ’χει ψυχρή λογική, γιατί αλλιώς θα χρεοκοπήσει»·
- μιλώ
με τη γλώσσα της λογικής, βλ. λ. γλώσσα·
- όπου
σταματά η λογική, αρχίζει ο στρατός, έκφραση που θέλει να καταδείξει τον
αυταρχισμό ή τον παραλογισμό, που επικρατεί συνήθως στο στρατό: «δεν μπορείς να
συνεννοηθείς με το διοικητή του συντάγματος, γιατί όπου σταματά η λογική,
αρχίζει ο στρατός».