αμπόδεμα, το, ουσ. [<αμποδένω]. 1. μαγικό μέσο που κάνει τον άντρα ανίκανο για συνουσία: «θα ’χει κάποιο αμπόδεμα απ’ τον προηγούμενό του δεσμό, γι’ αυτό έχει πρόβλημα με τη γυναίκα του στο κρεβάτι»· βλ. και λ. δέσιμο (3). 2. ανικανότητα του άπειρου νεόνυμφου συζύγου, που δεν μπορεί κατά τη νύχτα του γάμου να διακορεύσει τη νύφη. Η ανικανότητα αυτή είναι παροδική και οφείλεται συνήθως σε ψυχολογικούς λόγους.