λογής,
πλ. λογιών,
των, ελλειπτικό ουσ.[<μτγν. λογή <λογιῶν, γεν. πλ. του
λόγιον], δηλώνει είδος, κατηγορία, ποιότητα·
- δυο
λογιών, δυο ειδών, δυο ποιοτήτων: «υπάρχει δυο λογιών εμπόρευμα». (Αίνιγμα:
έχω ένα βαρελάκι, που έχει δυο λογιών κρασάκι. Τι είναι; Η σωστή
απάντηση είναι το αβγό).
- κάθε
λογής, κάθε είδους, από όλα τα είδη: «υπάρχουν κάθε λογής άνθρωποι || μέσα
στο σούπερ μάρκετ, βρίσκεις κάθε λογής τρόφιμα »·
- λογής
λογής ή λογιών λογιών, πολλών και διαφόρων ειδών, ειδών ειδών:
«υπάρχουν λογιών λογιών άνθρωποι || υπάρχουν λογιών λογιών ποτά». (Λαϊκό
τραγούδι: και γεμίζαν το θερίο άνθρωποι λογιών λογιών που ενιώθαν
μεγαλείο λες και μπαίναν σε σεμπλόν)·
- τι
λογής; τι είδους(;): «τι λογής αυτοκίνητο είναι;»·
- τι
λογής άνθρωπος είναι; τι χαρακτήρας είναι; ποιο είναι το ποιόν του; τι
είδους άνθρωπος είναι(;): «εσύ που τον ξέρεις, τι λογής άνθρωπος είναι;».