λίρα,
η, ουσ.
[<ιταλ. lira], χρυσό ή χάρτινο νόμισμα πολλών κρατών, ιδίως της Αγγλίας (στερλίνα).
(Λαϊκό τραγούδι: άιντε του καημένου του Μποχώρη του τη σκάσαν στο παπόρι και
του πήραν πεντακόσια όλο λίρες κι όλο γρόσια)·
- βγάζει
λίρα με ουρά ή βγάζει λίρες με ουρά, κερδίζει πάρα πολλά χρήματα:
«έχει τρία βαπόρια και βγάζει λίρα με ουρά»·
- έχει
λίρα με ουρά ή έχει λίρες με ουρά, είναι πάρα πολύ πλούσιος: «είναι
από τους πρώτους μέσα στην πόλη μας, γιατί έχει λίρα με ουρά». (Λαϊκό τραγούδι:
εγώ θέλω πριγκιπέσσα από το Μαρόκο μέσα να ’χει λίρα με ουρά, να
γυναίκα μια φορά)·
- η
λίρα και μέσα στα σκατά να πέσει, πάλι λίρα θα είναι, το ήθος, η ευγένεια
του χαρακτήρας, τα ευγενικά αισθήματα του ανθρώπου, δε χάνονται με τις ατυχίες
της ζωής, τη δυστυχία ή τη φτώχεια: «κάποτε ήταν πλούσιος, αλλά παρόλο που
ξέπεσε, εξακολουθεί να έχει ανώτερο χαρακτήρα, γιατί η λίρα και μέσα στα σκατά
να πέσει, πάλι λίρα θα είναι». Συνών. ο βασιλικός κι αν μαραθεί, τη μυρωδιά
την έχει / ο χρυσός κι αν ξεφλουδίζεται, πάλι χρυσάφι μένει·
- λίρα
Αγγλίας, έχει πολύ σταθερό χαρακτήρα και μπορεί κανείς να τον εμπιστευθεί
με σιγουριά: «ό,τι και να μου συμβεί, πηγαίνω στον τάδε να με βοηθήσει, γιατί
είναι λίρα Αγγλίας»·
- λίρα
εκατό, βλ. φρ. λίρα Αγγλίας·
- τα
μυαλά σου και μια λίρα (και του μπογιατζή ο κόπανος) ή το μυαλό σου και
μια λίρα (και του μπογιατζή ο κόπανος), βλ. λ. μυαλό.