λιοντάρι
κ. λεοντάρι,
το, ουσ. [<μσν. λιοντάρι <μτγν. λιοντάριον, υποκορ. του αρχ. ουσ.
λέων], το λιοντάρι. 1. άντρας ατρόμητος, γενναίος: «είναι τέτοιο
λιοντάρι, που δε φοβάται κανέναν». 2α. γυναίκα με άγρια ομορφιά και
πλούσια κοκκινόξανθα μαλλιά: «γνώρισα προχτές μια γκόμενα σκέτο λιοντάρι». β.
χαρακτηρίζει όμως και τη σκληρή και σωματώδη γυναίκα με άγρια χαρακτηριστικά:
«ποιος άντρας τολμάει να πάει μ’ αυτό το λιοντάρι!»· βλ. και λ. λέων·
- είναι
λεοντάρι στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχει
καρδιά λιονταριού, βλ. λ. καρδιά·
- κάνω
το λιοντάρι, προσποιούμαι τον ατρόμητο, το γενναίο. (Λαϊκό τραγούδι: κι
αν μασάει σίδερα και κάνει το λιοντάρι, στην κυρά του ο Κουταλιανός,
τρέμει σαν το ψάρι στην κυρά του μπρος αχ, πώς τη φοβάται ο φτωχός Κουταλιανός)·
- με
ποιον είσαι, με μένα ή με το λιοντάρι; έκφραση δυσφορίας σε φιλικό πρόσωπο
που με τα λεγόμενά του δείχνει πως παίρνει το μέρος του αντιπάλου μας. Επίσης
αναφέρεται με ειρωνική διάθεση όταν πρόκειται για διαμάχη ανάμεσα σε παντρεμένο
ζευγάρι και στην προκειμένη περίπτωση το λιοντάρι είναι η σύζυγος ή η πεθερά.
Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το καλά τώρα εσύ·
- πολεμάει
σαν λιοντάρι, μάχεται με μεγάλη γενναιότητα, με ανδρεία: «οι Έλληνες
στρατιώτες πολέμησαν σαν λιοντάρια στα βουνά της Αλβανίας». (Δημοτικό τραγούδι:
του Σουμπάσκιου τα παλκάρια, πουλιμούνι σαν λιοντάρια).
- ποτέ
σου μην ξυπνάς λιοντάρι που κοιμάται, μην ερεθίζεις τον ισχυρότερό σου,
όταν δε σε ενοχλεί ή δεν έχει την πρόθεση να σου κάνει κακό: «μην πας και
κάνεις στα καλά καθούμενα το μάγκα σ’ αυτόν το γίγαντα κι αν θες να ’χεις το
κεφάλι σου ήσυχο ποτέ σου μην ξυπνάς λιοντάρι που κοιμάται»·
- στριφογυρίζει
σαν (το) λιοντάρι στο κλουβί του, βλ. λ. κλουβί.