λιλί,
το, ουσ. [λ.
νηπιακή], 1α. το γεννητικό όργανο μικρού αγοριού, το πουλάκι: «για
δείξει μου το λιλί σου, για να δω αν είσαι αγοράκι;». β. (ειρωνικά) το
πέος, ο πούτσος: «σιγά το λιλί που έχεις, που θέλεις και να μας πηδήξεις κι από
πάνω!». 2α. στον πλ. τα λιλιά, τα γεννητικά όργανα του άντρα:
«του ’ριξε μια κλοτσιά στα λιλιά του και τον ξάπλωσε κάτω». Πρβλ.: κρύψε
Γιάννη τα λιλιά σου τι αν τα δει η Μαρία τα θέλει (Δημοτικό). β. τα
λεφτά, τα χρήματα: «όταν έχει τα λιλιά, όλοι σε υπολογίζουν». γ. τα
βρεφικά, τα παιδικά παιχνίδια: «αγόρασε στο μωρό του ένα σωρό λιλιά». δ. (ειρωνικά)
τα παράσημα: «φόρεσε τα λιλιά του και πήγε να παρελάσει». ε. (ειρωνικά)
τα φανταχτερά κοσμήματα, τα κακόγουστα διακοσμητικά αντικείμενα ή σχέδια: «ήρθε
η χωριάτισσα με όλα τα λιλιά της για να μας εντυπωσιάσει || αν δεν είχε πάνω
της όλα αυτά τα λιλιά, θα ήταν ωραία μπλούζα || γέμισε το σπίτι της μ’ ένα σωρό
λιλιά»·
- να
λιλί να τσιτσί, άμεση ενέργεια, για άμεση πραγματοποίηση: «η δουλειά δεν
είναι να λιλί να τσιτσί κι άντε τελειώσαμε!»· βλ. και λ. τσιτσί·
- τι
λέει το λιλί σου! (ειρωνικά) είσαι γελασμένος ότι πιστεύω πως τα πράγματα
είναι ή έγιναν έτσι όπως τα λες ή είσαι γελασμένος ότι τα πράγματα θα γίνουν
έτσι όπως τα θέλεις ή όπως σε συμφέρουν. Για συνών. βλ. φρ. τι λέει το
μηλίγγι σου! λ. μηλίγγι.